Λόγοι εξαίρεσης δικαστή , σύμφωνα και με το Άρθρο 52 Κπολδ, υπάρχουν όταν δικαστής διεξήγαγε υπόθεση, ενώ είχε μετάσχει στη σύνθεση άλλου δικαστηρίου του οποίου η απόφαση είχε προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση, καθώς και όταν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα.
Όταν δικαστής δεν εξαιρείται, ενώ έχει ηθική και νομική υποχρέωση, εκ του γεγονότος ότι είχε μετάσχει στη σύνθεση αστικού δικαστηρίου και είχε εκφέρει κρίση, όταν θέλει να συμμετάσχει σε ποινική δίκη για να αθωώσει χωρίς στοιχεία κατηγορούμενο , όταν αλλοιώνονται τα πρακτικά της δίκης και δεν αποδίδεται η απομαγνητοφώνηση κατόπιν απόρριψης αίτησης από τον Πρόεδρο του διευθύνοντος το Εφετείο, για να μην αποδειχθεί η αλλοίωση, τότε υπάρχει σκοπός , αυτός της συνέχισης της μεροληψίας με ότι αυτό σημαίνει ως προς την ιδιοτέλεια του σκοπού.
Όταν ο ίδιος δικαστής , ενώ γνωρίζει ότι πρέπει να αυτοεξαιρεθεί δεν το ζητάει αμέσως, αλλά μετά την εκφώνηση της δίκης , ώστε να εκδοθεί δικαστική απόφαση αντί για πράξη αλλαγής εισηγητή, δίνοντας παράλληλα δικονομικές ευκαιρίες στον διάδικο υπέρ του οποίου μεροληπτεί, τότε μιλάμε για «στήσιμο υποθέσεων».
Όταν η αίτηση εξαίρεσης ζητείται από Δικαστή επικαλούμενη , άλλες υποθέσεις με άλλους διαδίκους και παρόλα αυτά εν γνώσει των ανακριβειών συναινεί ο Προεδρεύων το Δικαστικό Μέγαρο στην αυτοεξαίρεση, τότε υπάρχει ομαδική μεροληψία και συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ υποθέσεων.
Δίκαιη δίκη δεν υπάρχει , όταν επικρατεί η αδιαφάνεια , το στήσιμο και οι εργολαβίες από ομάδα συλλειτουργών που συμμετάσχουν σε συνδεδεμένες υποθέσεις και αποσκοπούν στην αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους , βασιζόμενοι σε παραδικαστικό κύκλωμα.