Η εκδήλωση κοινωνικών αντιδράσεων είναι καθόλα αναμενόμενη. Η εφαρμογή της κλιματικής στρατηγικής της ΕΕ σηματοδοτεί ουσιώδεις αλλαγές στην καθημερινότητα των πολιτών, μεγαλύτερες ή μικρότερες, για τις οποίες συχνά δεν είχαν την απαραίτητη ενημέρωση. Παράλληλα, αρκετές από τις αλλαγές αυτές έχουν επιπρόσθετα κόστη για τους πολίτες, πέρα από τα κόστη που διαχέονται στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Πέραν αυτών, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι “σοφοί” της Ευρώπης νουθετούν τους πολίτες για τη διστακτικότητά τους έναντι των κλιματικών πολιτικών, την ίδια ώρα που οι διεθνείς ελίτ ζουν χωρίς καμία έγνοια για τις κλιματικές επιπτώσεις των προτιμήσεών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενοχοποίηση της μεσαίας τάξης για τη μη αγορά ηλεκτρικών οχημάτων, τη στιγμή που οι πλουσιότεροι ταξιδεύουν με ιδιωτικά τζετ που προκαλούν τόνους αχρείαστων εκπομπών.
Η κατάσταση αυτή αναμενόμενα προκάλεσε κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία εκφράστηκε έντονα στις ευρωπαϊκές κάλπες του Ιουνίου, αλλά και σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο. Το πρόσφατα εκλεγέν Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι απλώς πιο συντηρητικό, αλλά πολλές από τις συντηρητικότερες δυνάμεις εκλέχτηκαν χάρη στην αντι-κλιματική τους ατζέντα. Αυτή η εκλογική μεταστροφή έχει επιφέρει ήδη αποτελέσματα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πολλοί από τους συντηρητικούς σχηματισμούς στο Στρασβούργο, όπως οι ‘Πατριώτες για την Ευρώπη’υπό την ηγεσία του Βίκτορ Όρμπαν, έχουν τη λαϊκή νομιμοποίηση να ζητούν άμβλυνση, ή ακόμα και κατάργηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, ο δημόσιος διάλογος για το θέμα έχει πλέον ανοίξει, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να αναπροσαρμόζει τη στάση του, παρά το γεγονός ότι είχε υιοθετήσει την Πράσινη Συμφωνία ως την “κληρονομιά” της πρώτης θητείας φον ντερ Λάϊεν.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, το όνομα της οποίας έγινε συνώνυμο με τις κλιματικές μεταρρυθμίσεις, καλείται να αντιμετωπίσει και τις ενστάσεις των βασικών εταίρων της. Από τη μία βρίσκονται οι εθνικές κυβερνήσεις, που είτε εκλέχτηκαν προτάσσοντας την αντι-κλιματική ατζέντα, είτε ασπάζονται σχετικές θέσεις ώστε να κρατήσουν τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους τους. Η Κομισιόν μπορεί θεωρητικά να βάλει “στη θέση τους”ένα ή δύο ταραξίες, ειδικά όταν οι μεγαλύτερες δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Γαλλία τη στηρίζουν, αλλά δύσκολα θα αντισταθεί σε ένα πιο ευρύ μέτωπο κυβερνήσεων. Ακόμα και η ίδια η φον ντερ Λάϊεν αναγκάστηκε πρόσφατα να αποδεχτεί αρκετές φαινομενικά μικρές υποχωρήσεις ώστε να εξασφαλίσει την επανεκλογή της. Με την ΕΕ να πρέπει να απαντήσει σε πολλά διαφορετικά ερωτήματα, από τον πόλεμο στην Ουκρανία, μέχρι τον διεθνή ανταγωνισμό με την Κίνα, η πράσινη ατζέντα αποτελεί έναν τομέα που οι συμβιβασμοί είναι λιγότερο επώδυνοι.
Ο άλλος μεγάλος πονοκέφαλος της Κομισιόν έγκειται στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οιδεκαετίες σωρευμένων προβλημάτων και μία ευρύτερη κουλτούρα αδράνειας όσον αφορά την παραγωγικότητα της Ευρώπης σημαίνουν πως οι ευρωπαϊκές αγορές δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις ανάγκες της πράσινης μετάβασης. Αυτή η δυσκολία μπορεί να εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αιτήσεις των σύγχρονων αγορών, μένοντας πολύ πίσω σε σύγκριση με τους ξένους ανταγωνιστές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατασκευάστρια μπαταριών Northvoltπου έλαβε δισεκατομμύρια χωρίς να μπορεί ακόμα να παράγει ούτε το 10% των τεχνικών δυνατοτήτων της. Κάποιοι άλλοι αρνούνται να εκσυγχρονιστούν, ελπίζοντας σε κάποια πολιτική παρέμβαση ή στραβοπάτημα των ανταγωνιστών τους ώστε να επανακτήσουν τον έλεγχο της αγοράς.
Φυσικά, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι αστοχίες της Κομισιόν σε όλη αυτή τη διαδικασία. Η Πράσινη Συμφωνία αποτελούσε έναν υπερ-φιλόδοξο στόχο, με την ΕΕ να αποδεικνύει πως δεν διαθέτει ούτε τα οικονομικά, ούτε τα πολιτικά μέσα να την εφαρμόσει με αυτοπεποίθηση. Οι αναλυτές έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει πως η επίτευξη της κλιματικής στρατηγικής απαιτεί τεράστια κεφάλαια, κεντρικό σχεδιασμό, συμπόρευση ιδιωτικού και δημοσίου, και πάνω απ’όλα, κοινωνική συναίνεση. Ακόμα και στο σχετικά εύκολο κομμάτι των πόρων, η Ευρώπη μοιάζει με μηχανή που είναι έτοιμη να σβήσει στην ανηφόρα. Για παράδειγμα, ενώ η ΕΕ ήταν η πρωτοπόρος δύναμη στον κλάδο του υδρογόνου, οι επενδύσεις της έχουν μειωθεί τόσο πολύ που καλείται πλέον να κλείσει την ψαλίδα με άλλες αγορές.
Εντός αυτού του πλαισίου, η ΕΕ φαίνεται πιο διχασμένη από ποτέ. Πιο σημαντικά, η κλιματική πολιτική, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, δεν πρόκειται να μπει ως προτεραιότητα την ώρα που άλλα προβλήματα χρήζουν αντίστοιχης προσοχής. Για παράδειγμα, ο φόβος της ρωσικής επιθετικότητας σημαίνει ότι αρκετά κράτη θα προτιμήσουν να αγοράσουν εξοπλιστικά συστήματα, παρά να προσφέρουν επιδοτήσεις για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια η ΕΕ θέτει αυστηρότατους δημοσιονομικούς περιορισμούς, ουσιαστικά αναγκάζοντας το κάθε κράτος να επιλέξει έναν ή δύο τομείς ενδιαφέροντος, οι Βρυξέλλες βρίσκονται μπροστά σε μία περίπλοκη εξίσωση.