Κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους ανακοινώθηκαν συμφωνίες αξίας περίπου 2,3 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η LSEG, αυξημένες κατά 17% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Μοχλός της ανόδου ήταν η κατακόρυφη αύξηση των megadeals, με συναλλαγές υψηλού προφίλ, όπως η αγορά της παραγωγού των Pringles, Kellanova, από τη Mars ύψους 36 δισ. δολαρίων, η εξαγορά της Frontier Communications από τη Verizon ύψους 20 δισ. δολαρίων και η πώληση της μονάδας logistics της Deutsche Bahn ύψους 14,3 δισ. ευρώ, που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες.
«Τα μεγάλα deals επιστρέφουν. Οι επιχειρήσεις έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση», δήλωσε ο Carsten Woehrn, συνδιευθυντής του τμήματος συγχωνεύσεων και εξαγορών της Goldman Sachs για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Δεν είναι σαφές αν ορισμένες από τις πιο τολμηρές προσεγγίσεις εξαγορών – όπως η προσέγγιση που κάνει η εταιρεία κατασκευής τσιπ Qualcomm στην αντίπαλο Intel που αντιμετωπίζει δυσκολίες, ή η τολμηρή κίνηση της UniCredit να πάρει θέση στην Commerzbank – θα οδηγήσουν σε συμφωνίες. Στην Ιαπωνία, ο ιδιοκτήτης της 7-Eleven, Seven & i Holdings, απέρριψε προσφορά εξαγοράς ύψους 39 δισ. δολαρίων σε μετρητά από την καναδική Alimentation Couche-Tard.
Ωστόσο, τραπεζίτες και δικηγόροι είναι αισιόδοξοι ότι τα μεγάλα deals έδειξαν ότι οι ισχυρές εταιρείες κινητοποιούνται για να επιδιώξουν εξαγορές. «Η υψηλή εμπιστοσύνη των CEO και η επιβράδυνση της ανάπτυξης» οδήγησαν στην ανάκαμψη, δήλωσε ο Jens Welter, επικεφαλής επενδυτικής τραπεζικής της Citi για την ΕΜΕΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η γεωπολιτική αβεβαιότητα και τα αυξημένα επιτόκια άφησαν τον όγκο των συμφωνιών σε δολάρια κάτω από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας, σε μεγάλη απόσταση από το έτος ρεκόρ του 2021, όταν η αξία των συμφωνιών έφτασε τα 4,1 τρισ. δολάρια τους πρώτους εννέα μήνες.
Αλλά η ατμόσφαιρα στις αίθουσες συνεδριάσεων των επιχειρήσεων αλλάζει, δήλωσαν οι τραπεζίτες, καθώς οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησαν σε μείωση των επιτοκίων τους τελευταίους μήνες.
«Βλέπουμε το κλίμα στις αίθουσες συνεδριάσεων να γίνεται αρκετά θετικό, και αυτό βασίζεται πραγματικά στην αισιοδοξία ότι θα υπάρξει μια ήπια προσγείωση και ότι βρισκόμαστε σε πορεία για συνεχείς μειώσεις επιτοκίων», δήλωσε ο Kevin Brunner, πρόεδρος των παγκόσμιων συγχωνεύσεων και εξαγορών στην Bank of America.
Οι πρόσφατες μειώσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να ωφελήσουν ιδιαίτερα τον κλάδο των private equities, λόγω της εξάρτησής του από το χρέος για τη χρηματοδότηση της εξαγοράς εταιρειών.
Ενώ η αξία των συμφωνιών που υποστηρίχθηκαν από private equities αυξήθηκε κατά 38% σε σχέση με πέρυσι, σε 531 δισ. δολάρια, ο αριθμός των συναλλαγών μειώθηκε, με τις συναλλαγές στον τομέα να κυριαρχούνται από τους μεγάλους, διαφοροποιημένους επενδυτικούς ομίλους που έχουν απορροφήσει κεφάλαια.
Στις συναλλαγές υψηλού προφίλ από ομίλους private equity περιλαμβάνονται η αγορά ύψους 24 δισ. δολαρίων της αυστραλιανής πλατφόρμας data center AirTrunk από τον γίγαντα ιδιωτικών κεφαλαίων Blackstone και η αγορά ύψους 13 δισ. δολαρίων της εταιρείας αθλητικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων Endeavor από την Silver Lake.
Η πτώση των επιτοκίων θα μπορούσε να δει την αναζωπύρωση των συναλλαγών να μεταφέρεται και σε μικρότερες και μεσαίου μεγέθους εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων. Η τελευταία μείωση των επιτοκίων από την Fed σήμαινε ότι «ελπίζουμε ότι θα δούμε μια επιστροφή του όγκου των deals, ιδίως μεταξύ των εταιρειών της μεσαίας και μεγαλύτερης αγοράς, η οποία ελπίζουμε ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του όγκου των συμφωνιών και της αξίας τους το τέταρτο τρίμηνο και στις αρχές του επόμενου έτους», δήλωσε ο Krishna Veeraghavan, παγκόσμιος συν-επικεφαλής του τμήματος συγχωνεύσεων και εξαγορών της δικηγορικής εταιρείας Paul Weiss.
Μετά το κύμα συγκέντρωσης που προκάλεσε στην αγορά πετρελαίου και αερίου φέτος η εξαγορά της Pioneer Natural από την ExxonMobil ύψους 60 δισ. δολαρίων -αλλά και συμφωνίες όπως η απόσχιση της GE Vernova ύψους 37 δισ. δολαρίων και η εξαγορά της Endeavor Energy Resources από την Diamondback Energy ύψους 26 δισ. δολαρίων – οι υπεύθυνοι για τις συμφωνίες προβλέπουν παρόμοια δραστηριότητα στον κλάδο της τεχνολογίας.
Ενώ οι συμφωνίες με private equities αποτελούσαν πολλές από τις εξαγορές αξίας 370 δισ. δολαρίων του τομέα, η εξαγορά ύψους 35 δισ. δολαρίων της εταιρείας παραγωγής λογισμικού γραφικών Ansys από την εταιρεία παραγωγής λογισμικού σχεδιασμού τσιπ Synopsys, είχε ενισχύσει τις ελπίδες για περισσότερες συγχωνεύσεις «ίσων», δήλωσαν οι σύμβουλοι.
Όταν οι μεγάλες εταιρείες άρχισαν να κάνουν συμφωνίες, οι ανταγωνιστές τους το πρόσεξαν, δήλωσε ο Brunner της BofA. «Οι στρατηγικές κινήσεις στη σκακιέρα αναγκάζουν τους άλλους να κάνουν ένα βήμα πίσω και να επανεξετάσουν πού βρίσκονται και πού κατευθύνονται».
(πηγή: Financial Times – από euro2day.gr)