,
Όπως έχει μεταδώσει το Bloomberg News, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν εξετάζει το ενδεχόμενο να εντείνει τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας πριν αποχωρήσει από την εξουσία, ελπίζοντας να πιέσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν πριν από πιθανές συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Όπως και με προηγούμενες αποφάσεις για χαλάρωση των περιορισμών στη χρήση αμερικανικών όπλων από το Κίεβο, μια τέτοια αλλαγή θα ήταν καθυστερημένη – αλλά ευπρόσδεκτη.
Εάν πρόκειται να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της βάναυσης εισβολής του Πούτιν, τότε επιτακτική ανάγκη για τις δυτικές δημοκρατίες πρέπει να είναι να έχουν πρώτα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας. Εκτός από μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη, θα ήταν δύσκολο να σταλεί ένα πιο ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας από το να συμπιεστούν τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που χρηματοδότησαν σχεδόν το ένα τρίτο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της Ρωσίας το 2023.
Η Ρωσία είναι αναμφισβήτητα η χώρα υπό τις βαρύτερες κυρώσεις στον κόσμο, με μέτρα που πλήττουν τα πάντα, από τις μεταφορές μέχρι τον χρηματοοικονομικό κλάδο, την ενέργεια και την τεχνολογία. Μπορεί επίσης πλέον να είναι η πιο έμπειρη στην παραβίαση των κυρώσεων. Η Αρμενία, η Γεωργία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και άλλα πρώην σοβιετικά κράτη έχουν δει εκρηκτικά αυξημένο εμπόριο ως κόμβοι μεταφόρτωσης δυτικών προϊόντων πολυτελείας, από δερμάτινες τσάντες μέχρι σεντάν Mercedes-Benz. Εν τω μεταξύ, η Κίνα συνέβαλε στη διατήρηση της λειτουργίας της ρωσικής πολεμικής μηχανής με πρώτες ύλες, μικροτσίπ, εξαρτήματα drone και άλλες τεχνολογίες διπλής χρήσης.
Ίσως η πιο σημαντική αποτυχία ήταν το ανώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου, που τέθηκε σε εφαρμογή για να περιορίσει τα έσοδα του Πούτιν χωρίς να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια προσφορά αργού. Ενώ το σχέδιο αρχικά λειτούργησε περίπου όπως είχε σχεδιαστεί, περιορίζοντας τις πωλήσεις σε λιγότερο από 60 δολάρια το βαρέλι, η Ρωσία έχει προ πολλού προσαρμοστεί. Έχει αποκτήσει πρόσβαση σε έναν “σκιώδη στόλο” εκατοντάδων πλοίων, τα οποία βασίζονται είτε σε μη δυτικούς προμηθευτές ναυτιλιακής ασφάλισης και άλλων υπηρεσιών, είτε σε αυτοδηλούμενες “βεβαιώσεις” ότι συμμορφώνονται με το ανώτατο όριο, προκειμένου να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο.
Οι προσπάθειες για αυστηρότερη επιβολή ήταν είτε “για τα μάτια” είτε ουσιαστικά αναποτελεσματικές. Εν τω μεταξύ, η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία έχουν αναπτύξει μια ακμάζουσα δραστηριότητα μετατρέποντας το ρωσικό αργό σε καύσιμα αεροσκαφών και άλλα προϊόντα πετρελαίου που στη συνέχεια πωλούνται νόμιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις ΗΠΑ και αλλού.
Η επιβολή κυρώσεων σε περισσότερα σκιώδη δεξαμενόπλοια θα πρέπει να περιορίσει τον συνολικό αριθμό που είναι διαθέσιμος στον Πούτιν. Ωστόσο, για να έχουν πραγματικό αντίκτυπο, οι δυτικές χώρες θα πρέπει να στοχεύσουν αγοραστές, συμπεριλαμβανομένων των διυλιστηρίων που αγοράζουν πετρέλαιο πάνω από το ανώτατο όριο τιμής και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διευκολύνουν τέτοιες αγορές.
Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: με τις τιμές του αργού να κυμαίνονται γύρω στα 75 δολάρια το βαρέλι, οποιαδήποτε διακοπή στον εφοδιασμό λογικά θα είναι διαχειρίσιμη. Η μεγαλύτερη πρόκληση θα είναι η διπλωματική. Η Ινδία, την οποία οι ΗΠΑ θεωρούν ως εταίρο ασφαλείας, ήδη δυσανασχετεί με το ότι πρέπει να συμμορφώνεται με τις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν και σε άλλες χώρες, ενώ η Κίνα έχει δείξει ότι είναι ολοένα και πιο πρόθυμη να δρα κατά των αυστηρών περιορισμών των ΗΠΑ. Το να δοθεί, ας πούμε, σε εταιρείες και τράπεζες ένα εύλογο παράθυρο για να δράσουν πριν υποστούν δευτερεύουσες κυρώσεις μπορεί να μειώσει ορισμένες τριβές.
Εν τω μεταξύ, η ΕΕ θα πρέπει να τυποποιήσει τα μέτρα επιβολής, τα οποία διαφέρουν ανά κράτος-μέλος και να διασφαλίσει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι στην προσπάθεια. Η απαίτηση από τους πλοιοκτήτες να υποβάλλουν πιο λεπτομερή έγγραφα, με αναλύσεις για διάφορες υπηρεσίες, θα καθιστούσε δυσκολότερη την παραποίηση των βεβαιώσεων.
Οι κυρώσεις υπόκεινται σχεδόν πάντα σε διαρροές και εξαπατήσεις. Ωστόσο, έχουν αυξήσει το κόστος του πολέμου για τον Πούτιν, του οποίου η οικονομία βρίσκεται υπό σοβαρή πίεση. Παρέχουν επίσης στους ηγέτες της Ουκρανίας και της Δύσης – συμπεριλαμβανομένου του αυτοαποκαλούμενου dealmaker Ντόναλντ Τραμπ – κάποια αναγκαία διαπραγματευτική ισχύ. Στο διάστημα που του απομένει, ο Μπάιντεν θα πρέπει να επιδιώξει να αφήσει τον διάδοχό του όσο περισσότερη μπορεί.
(Bloomberg Opinion, capital.gr)
, ,
,
© 2010-2022 ENERGYPRESS. All rights reserved.
,
Designed by Citronio | Developed by imarketing.gr