Η Climate Week δεν είναι μία απλή εκδήλωση για το κλίμα, αλλά το μεγαλύτερο επιχειρηματικό φόρουμ για την κλιματική αλλαγή και συνδιοργανώνεται με την αρωγή του ΟΗΕ. Ωστόσο, η φετινή διοργάνωση φαίνεται να παρεκκλίνει από τα αναμενόμενα. Σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα των προηγούμενων χρόνων, με το αντίστοιχο κλίμα που επικρατεί στις πολιτικές συζητήσεις, αλλά και την οικονομική πραγματικότητα των ΗΠΑ, οι ηγέτες της Γουόλ Στριτ αρχίζουν να απομακρύνονται από τους κλιματικούς στόχους που είχαν θέσει.
Το ζήτημα που εγείρουν οι μεγάλες τράπεζες είναι διττό: Αφενός, ο στόχος του Παρισιού για την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας μόνο κατά 1,5℃ είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Σύμφωνα με τους μεγάλους παίκτες της Γουόλ Στριτ, ο στόχος αυτός οφείλει να αναθεωρηθεί ώστε να προκύψουν αλλαγές και στην κλιματική στρατηγική εκατοντάδων οργανισμών που έχουν υιοθετήσει αυτή τη δέσμευση. Αφετέρου, οι τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να σταματήσουν τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα. Ο λόγος για αυτή την απροθυμία σχετίζεται φυσικά με τα κέρδη που οφείλουν να αποδώσουν οι τράπεζες στους μετόχους τους.
Εντός αυτού του πλαισίου, η φετινή Climate Week αναμένεται να διαμορφώσει μία νέα “συναίνεση” στη Γουόλ Στριτ, αυτή της κλιματικής αδράνειας. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει πως αυτή η αδρανής στάση ανταποκρίνεται περισσότερα στα πεπραγμένα— παρά στις δηλώσεις— των τραπεζών μέχρι σήμερα. Όπως έχουν αναδείξει σχετικές έρευνες, τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνέχισαν να χρηματοδοτούν νέα έργα υδρογονανθράκων κατά τα προηγούμενα χρόνια, όταν οι δηλώσεις τους υπέρ της απανθρακοποίησης ήταν πολύ πιο εμφατικές.
Ως εκ τούτου, μία σοβαρή πρόβλεψη για το πώς αυτή η μεταστροφή της Γουόλ Στριτ θα επηρεάσει την οικονομική αγορά είναι δύσκολη. Εφόσον οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα δεν μειώθηκαν όσο οι τράπεζες υποστήριζαν τον στόχο του net zero, είναι μάλλον απίθανο ότι θα μειωθούν μετά τη νέα προσέγγιση περί κλιματικής αδράνειας. Από την άλλη, καθώς οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές εξετάζουν εναλλακτικές μορφές ενέργειας για να καλύψουν τα “ελλείμματα” των ΑΠΕ, με την πυρηνική ενέργεια να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, το μέλλον του κλάδου των υδρογονανθράκων μπορεί να μην είναι τόσο κερδοφόρο όσο ορισμένοι θέλουν να ελπίζουν.