,
Τα μεγάλα ερωτήματα που ταλανίζουν την ενεργειακή επικαιρότητα την «επαύριο» των κατευθύνσεων που θέτει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα επιχειρεί να απαντήσει ο Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του ΚΑΠΕ Δημήτρης Καρδοματέας σε μια εφ’ όλης συνέντευξη του στο energypress.
Ειδικότερα, ο κ. Καρδοματέας διευκρινίζει την ανάγκη να «τρέξει» με συνέπεια και σοβαρότητα η υλοποίηση του ΕΣΕΚ καθώς «Δεν υπάρχουν περιθώρια για αδικαιολόγητα προσκόμματα στις επενδύσεις ΑΠΕ ή για υιοθέτηση fake news». Την ίδια στιγμή, ο κ. Καρδοματέας επεξηγεί την απόφαση της κυβέρνησης να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη της υδροηλεκτρικής ενέργειας, αναγνωρίζοντας ότι η συνεισφορά τους είναι αναντικατάστατη.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Καρδοματέας επαναλαμβάνει την θέση που έχει αναπτύξει σε προηγούμενο του άρθρο στο energypress, για την ανάγκη να προχωρήσουμε στη μετά target model εποχή σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η «χρηματιστηριοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας με το target model ήταν λάθος και οδήγησε σε περιττή διόγκωση των χονδρεμπορικών τιμών και σε ακραία μεταβλητότητά τους. Μπορεί η θεωρητική δομή του target model να είχε τεκμηριωθεί σε επίπεδο πανεπιστημιακών αναλύσεων, δεν έλαβε όμως υπόψη τη φύση του προϊόντος και τους κανόνες των ανθρώπινων συμπεριφορών».
Αναφέρθηκε επίσης εκτενώς στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για την επιβολή φόρου στα υπερέσοδα των παραγωγών, ως την πλέον αποτελεσματική προσέγγιση σε αντιστάθμιση των «παθογενειών» που συνοδεύουν την λειτουργία της αγοράς και οδηγούν σε εκτόξευση των τιμών ενέργειας.
Τέλος, ο κ. Καρδοματέας αναφέρθηκε στο σχεδιασμό του ΚΑΠΕ για το επόμενο διάστημα, σημειώνοντας ότι βρίσκεται σε διαδικασία ολοκλήρωσης το σχέδιο νόμου για την ανάπτυξη του βιομεθανίου, ενώ, μεταξύ άλλων, εκπονείται μελέτη για την ανάπτυξη αντλιών θερμότητας στον κτιριακό τομέα, με σκοπό να ακολουθήσει η κατάρτιση σχετικών προγραμμάτων χρηματοδότησης.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε την συζήτησή μας από την ιδιότητά σας ως Πρόεδρος του ΚΑΠΕ. Ποιος είναι ο ρόλος του ΚΑΠΕ ως Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας στη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας;
Το ΚΑΠΕ παρακολουθεί την τεχνική και οικονομική εξέλιξη των τεχνολογιών ενεργειακής μετάβασης και συμμετέχει και σε σχετικά ερευνητικά προγράμματα. Είναι δημόσιος οργανισμός και επομένως ανεξάρτητος από επιχειρηματικά συμφέροντα. Είναι επομένως ο φυσιολογικός τεχνικός σύμβουλος της Πολιτείας στα θέματα Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό μας ανατέθηκε από το ΥΠΕΝ το έργο της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ, στο οποίο νομίζω ότι ανταποκριθήκαμε με επάρκεια, ενώ υποστηρίζουμε το Υπουργείο και σε άλλα θέματα ενεργειακής πολιτικής.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά «πράσινης» μετάβασης. Ωστόσο, καταγράφονται και πολλές ενστάσεις στην εγκατάσταση ΑΠΕ. Τι έχετε να πείτε σε όσους αντιδρούν;
Για να συνεχισθεί και ολοκληρωθεί η πράσινη μετάβαση, είναι απαραίτητη η υποστήριξη υλοποίησης του ΕΣΕΚ με αίσθημα ευθύνης από όλη την ελληνική κοινωνία: πολίτες, επιχειρήσεις, ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, τοπική αυτοδιοίκηση, δικαστικές αρχές. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κρίνουμε τα πράγματα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τι μας περιμένει σε περίπτωση αδράνειας. Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ. Δεν υπάρχουν περιθώρια για αδικαιολόγητα προσκόμματα στις επενδύσεις ΑΠΕ ή για υιοθέτηση fake news. Τι είναι προτιμότερο: οι περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης έκτασης συμπεριλαμβανομένης της απώλειας ζωής πολλών έμβιων όντων και της καταστροφής περιουσιών από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, η ερημοποίηση αγροτικών εκτάσεων, και άλλα δεινά που δεν έχουμε ακόμα δει, ή η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα με την εγκατάσταση ΑΠΕ; Το γεγονός ότι η ανακοπή της κλιματικής αλλαγής δεν είναι τοπικό έργο αλλά πλανητικό, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνεισφέρουμε σε ο,τι μας αναλογεί. Εξ άλλου, η πράσινη μετάβαση θα μας καταστήσει και ενεργειακά ανεξάρτητους για πρώτη φορά. Εννοείται βέβαια ότι η εγκατάσταση ΑΠΕ θα γίνεται με τις καλύτερες πρακτικές ως προς την κάλυψη αγροτικής γης, τις αποστάσεις από οικισμούς, κλπ. Για τον σκοπό αυτόν ολοκληρώνεται από το ΥΠΕΝ και το Ειδικό Χωροταξικό ΑΠΕ. Και μια επισήμανση: λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, απαιτείται να έχουμε όλες τις κατηγορίες ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν γίνεται να προχωρήσουμε π.χ. μόνο με φωτοβολταϊκά, θα αποτύχουμε έτσι.
Στο ΕΣΕΚ δίνετε για πρώτη φορά ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Είναι αυτό δυνατό δεδομένων των αντιδράσεων που έχουν υπάρξει στο παρελθόν από περιβαλλοντικές οργανώσεις;
Στο ΕΣΕΚ επαναφέρουμε τα υδροηλεκτρικά στο μίγμα των ΑΠΕ που πρέπει να αναπτυχθούν διότι η συνεισφορά τους είναι αναντικατάστατη: όχι μόνο είναι ανανεώσιμη ενέργεια, αλλά και ευέλικτη, ενώ καλύπτουν και άλλους σκοπούς όπως αντιπλημμυρική προστασία και άρδευση. Επί πλέον, πρόκειται για έργα με μεγάλο χρόνο ζωής, άνω των 100 ετών, και υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Στην Ελλάδα εκμεταλλευόμαστε μόνο το 30% περίπου του υδροηλεκτρικού δυναμικού μας, ενώ σε άλλες χώρες το ποσοστό αυτό φθάνει το 80%. Έτσι, προτείνουμε μια ήπια περαιτέρω ανάπτυξη της υδροηλεκτρικής παραγωγής, με την κατασκευή έργων σε ήδη τροποποιημένα ποτάμια συστήματα. Ειδικά η ολοκλήρωση ημιτελών έργων όπως του φράγματος της Συκιάς, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις σχεδιασμού βέβαια, κρίνεται απαραίτητη για την αποφυγή μείζονος περιβαλλοντικής καταστροφής σε περίπτωση νέου πλημμυρικού φαινομένου όπως του Daniel, που κάθε άλλο παρά να αποκλεισθεί μπορεί. Εξ ίσου ή και περισσότερο σημαντική, είναι η ανάπτυξη αντλησιοταμιευτικών, τα οποία μάλιστα δεν τροποποιούν το ποτάμιο περιβάλλον. Είναι λάθος να βασίσουμε την αποθήκευση ενέργειας μόνο στις εισαγόμενες, μικρού χρόνου ζωής και μικρής αποθηκευτικής ικανότητας μπαταρίες. Είμαι και εγώ υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, όπως πρέπει να είναι κάθε υπεύθυνος πολίτης. Θεωρώ όμως ότι οι περιβαλλοντικές αποτιμήσεις δεν πρέπει να είναι μονομερείς και δεν μπορούν να αγνοούν τις ευρύτερες ωφέλειες που επιτυγχάνονται από τέτοια έργα.
Έχει επανέλθει σε όλη την Ευρώπη η συζήτηση για επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας. Στο ΕΣΕΚ δεν υπάρχει καμία αναφορά στην πυρηνική ενέργεια. Το θέμα παραμένει κλειστό για την Ελλάδα; Ποια είναι η γνώμη σας;
Το ΕΣΕΚ δεν περιλαμβάνει την εισαγωγή της πυρηνικής ενέργειας διότι επιτυγχάνονται οι στόχοι χωρίς να χρειάζεται κάτι τέτοιο. Παρακολουθώ βέβαια τις συζητήσεις σχετικά με τα μικρά αρθρωτά πυρηνικά τα οποία φέρονται ως ασφαλέστερα και προτείνεται από κάποιες πλευρές να εισαχθούν στο ενεργειακό μίγμα. Προσωπικά, δεν έχω πεισθεί ότι τα πυρηνικά είναι επωφελής επιλογή για την Ελλάδα. Και να σας εξηγήσω γιατί: Πρώτον για λόγους ασφαλείας: Με τόσα που συμβαίνουν, δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει τελείως ασφαλής πυρηνική ενέργεια. Στην Ελλάδα έχουμε τους σεισμούς, αλλά πλέον και τα πλημμυρικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, για τα οποία δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία. Ελλοχεύουν δε πάντα και οι κακόβουλες ενέργειες. Ένα και μόνο πυρηνικό ατύχημα όμως θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες καθώς μπορεί να επηρεάσει πολλές γενιές ανθρώπων. Επίσης, υπάρχει το θέμα των πυρηνικών αποβλήτων που μπορεί να παραμένουν ενεργά για χιλιάδες χρόνια – είναι μείζον πρόβλημα χωρίς ικανοποιητική λύση σε όλες τις χώρες που έχουν υιοθετήσει την πυρηνική ενέργεια. Δεύτερον για λειτουργικούς λόγους: τα πυρηνικά δεν συνεργάζονται καλά με τις ΑΠΕ διότι δεν είναι ευέλικτα. Πρέπει να λειτουργούν συνεχώς και αυτό σημαίνει περισσότερες περικοπές ΑΠΕ. Τρίτον για οικονομικούς λόγους: τα νέα πυρηνικά εργοστάσια, και ακόμα περισσότερο τα μικρά αρθρωτά που δεν έχουν ωριμάσει ακόμα, είναι πολύ ακριβά και δεν φαίνεται να έχουν πλεονέκτημα κόστους σε €/MWh. Τα φθηνά πυρηνικά αφορούν παλιά εργοστάσια που έχουν ήδη αποσβεσθεί. Και τέλος, τα πυρηνικά δεν συνεισφέρουν στην ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας αφού τα καύσιμα θα είναι εισαγόμενα. Εν αντιθέσει, οι ΑΠΕ αποτελούν εγχώριες, άφθονες, ασφαλείς και οικονομικές πηγές καθαρής ενέργειας, και εκεί πιστεύω οτι πρέπει να επενδύσουμε, σε συνδυασμό με τις μονάδες αποθήκευσης ενέργειας και τις εφαρμογές ευέλικτης κατανάλωσης όπως οι αφαλατώσεις, οι οποίες θα λύσουν και το πρόβλημα υδροδότησης πολλών περιοχών της χώρας μας.
Στην αγορά υπήρχαν προσδοκίες για πολύ ταχύτερη ανάπτυξη του υδρογόνου απ’ο,τι προβλέπει το ΕΣΕΚ. Γιατί υπήρξε αυτή η εξέλιξη;
Διότι το υδρογόνο από ηλεκτρόλυση (πράσινο υδρογόνο) δεν είναι οικονομική λύση σε ότι αφορά τις περισσότερες χρήσεις σε σύγκριση με την επιλογή του απ’ευθείας εξηλεκτρισμού: θέρμανση κτιρίων, κίνηση ελαφρών οχημάτων και τραίνων, καύση σε λέβητες. Και η ελληνική βιομηχανία, δεν σχεδιάζει κατ’αρχήν να χρησιμοποιήσει πράσινο υδρογόνο με το κόστος που συνεπάγεται. Ούτε και για την αποθήκευση ενέργειας είναι οικονομική επιλογή σε σύγκριση με τις μπαταρίες και τα αντλησιοταμιευτικά. Έτσι, το υδρογόνο αφήνεται για τους τομείς που δεν μπορούν να αποανθρακοποιηθούν με άλλο τρόπο (hard–to–abate) και αυτοί για την Ελλάδα είναι η ναυτιλία και αεροπλοΐα, και πιθανόν και οι βαριές οδικές μεταφορές – λέω πιθανόν διότι υπάρχει και εκεί η προοπτική του εξηλεκτρισμού. Σε αυτούς τους τομείς όμως η τεχνολογία ευρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Έτσι, προβλέπουμε πιλοτικά έργα υδρογόνου στην αρχή για την παραγωγή προηγμένων βιοκαυσίμων και συνθετικών καυσίμων για τις βαριές μεταφορές και ανάπτυξη του κύριου όγκου του υδρογόνου και των παραγώγων του μεταγενέστερα σε συνέπεια με την τεχνικοοικονομική ωρίμανση των σχετικών τεχνολογιών. Αυτό είναι συνεπές με την προσπάθεια ελαχιστοποίησης του κόστους ενεργειακής μετάβασης που διέπει ολόκληρο το ΕΣΕΚ.
Το ΕΣΕΚ προδιαγράφει πτωτική πορεία για το φυσικό αέριο. Στο παρελθόν έχετε εργασθεί για την ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου. Ποιο θα είναι το μέλλον των σχετικών επενδύσεων κατά τη γνώμη σας;
Πράγματι προέρχομαι από τον χώρο του φυσικού αερίου και είμαι υπερήφανος για τα αποτελέσματα που πετύχαμε ιδίως ως προς τη διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας, πράγμα που μας έχει καταστήσει πρότυπο σε όλη την Ευρώπη. Όμως, θα πρέπει και αυτός ο τομέας να προσαρμοσθεί στην υπέρτατη ανάγκη καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, για την επίτευξη των στόχων αποανθρακοποίησης, η ζήτηση φυσικού αερίου θα βαίνει μειούμενη, με τη μείωση να επιταχύνεται μετά το 2030. Ωστόσο, τα υφιστάμενα δίκτυα μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου θα παραμείνουν ενεργά αφ’ενός για την τροφοδότηση των μονάδων φυσικού αερίου που θα παραμείνουν σε θερμή ή ψυχρή εφεδρεία για λόγους ασφάλειας του ηλεκτρικού συστήματος, και αφ’ετέρου για τη διακίνηση βιομεθανίου. Επίσης και για τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου σε άλλες χώρες, αν και αυτό εξαρτάται από τον ανταγωνισμό του ρωσικού αερίου που διοχετεύεται μέσω Τουρκίας. Αυτό όμως που πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά από τώρα και στο εξής, είναι η περαιτέρω επέκταση των υποδομών φυσικού αερίου. Λελογισμένη επέκταση δικτύων για θέρμανση στις κλιματικές ζώνες Γ και Δ θα χρειασθεί πιθανόν μέχρις ότου ωριμάσουν και άλλο οι αντλίες θερμότητας και πέσουν οι τιμές ρεύματος, όχι όμως άλλες επενδύσεις, ιδίως αν είναι σημαντικού μεγέθους, καθώς πιθανότατα δεν θα υπάρχει ο χρόνος και οι απαιτούμενες διακινούμενες ποσότητες για την απόσβεσή τους. Κατά τη γνώμη μου, όλες οι μεγάλες επενδύσεις που δεν έχουν ακόμα εισέλθει σε κατασκευαστική φάση, θα πρέπει να επανεξετασθούν ως προς τη σκοπιμότητά τους λαμβάνοντας υπόψη τις προεκβολές του ΕΣΕΚ για τη ζήτηση φυσικού αερίου.
Στο ΕΣΕΚ γράφετε ότι η ύπαρξη χαμηλών τιμών ηλεκτρικού ρεύματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του εξηλεκτρισμού και ότι η διείσδυση των ΑΠΕ επιτυγχάνει μείωση του κόστους παραγωγής ρεύματος. Οι χαμηλές τιμές στον καταναλωτή όμως είναι ακόμα ζητούμενο παρά τη διείσδυση των ΑΠΕ κατά περισσότερο του 50% μέχρι τώρα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Θα σας εξηγήσω. Πριν το target model, η συνολική χονδρική τιμή του ρεύματος ήταν το μεσοσταθμικό κόστος παραγωγής όπου συμπεριλαμβάνεται και το εύλογο κέρδος και οι προσαυξήσεις του ΑΔΜΗΕ. Μετά το target model, προστέθηκε σε αυτό μια προσαύξηση από τη λειτουργία του χρηματιστηρίου, η οποία, απ’ο,τι απεδείχθη, είναι σημαντικού μεγέθους. Το συνολικό κόστος ρεύματος συμπεριλαμβανομένου του μέρους που καλύπτεται από τον ΕΛΑΠΕ και συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, θα πέφτει όσο διεισδύουν οι ΑΠΕ και αυτό απεικονίζεται στο ΕΣΕΚ. Οι προεκβολές του ΕΣΕΚ όμως δεν περιλαμβάνουν την προσαύξηση λόγω του χρηματιστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια και μπορεί να αλλοιώσει καθοριστικά την χονδρεμπορική τιμή και επομένως και τη συνολική τιμή καταναλωτού. Αρκεί να σας πω ότι η μέγιστη τιμή που επιτρέπει το target model στο χρηματιστήριο είναι 4.000 €/MWh. Αυτό εισάγει μια φοβερή ανασφάλεια σε ένα αγαθό απαραίτητο και χωρίς υποκατάστατα, επί του οποίου θα εξαρτώμεθα όλο και περισσότερο. Γι’αυτό, έχω εκφράσει δημόσια την άποψη ότι η χρηματιστηριοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας με το target model ήταν λάθος και οδήγησε σε περιττή διόγκωση των χονδρεμπορικών τιμών και σε ακραία μεταβλητότητά τους. Μπορεί η θεωρητική δομή του target model να είχε τεκμηριωθεί σε επίπεδο πανεπιστημιακών αναλύσεων, δεν έλαβε όμως υπόψη τη φύση του προϊόντος και τους κανόνες των ανθρώπινων συμπεριφορών. Έτσι, απέτυχε στην πράξη, όπως άλλωστε έχει συμβεί ιστορικά για παρόμοιους λόγους και με άλλα αποτυχημένα πολιτικοοικονομικά συστήματα. Μόνο σε έναν «αγγελικό» κόσμο θα πετύχαινε, ο οποίος φυσικά δεν υπάρχει. Η αποτυχία του μοντέλου αυτού επιβεβαιώνεται και στην έκθεση του Mario Draghi. Επιβεβαιώνεται όμως και από τα απροσδόκητα κέρδη που συχνά πλέον καταγράφουν οι παραγωγοί και προμηθευτές ρεύματος, τα οποία υποδηλώνουν υπερβολική απόσταση μεταξύ τιμών και κόστους του ρεύματος. Η χρηματιστηριακή διόγκωση δημιουργείται από τις προσφορές των μονάδων αερίου και υδροηλεκτρικών, δεδομένου ότι οι λοιπές ΑΠΕ εισέρχονται με μηδενικές προσφορές, και αυτό αφορά τόσο στην προημερήσια όσο και στην ενδοημερήσια και στην αγορά εξισορρόπησης. Tο 2024, ένα ομαλό έτος από πλευράς κόστους ενέργειας, η μεσοσταθμική τιμή αγοράς αυξήθηκε απότομα στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου κατά 45-65% επειδή μια αύξηση της ζήτησης στην Ουγγαρία έδωσε την ευκαιρία στις ευέλικτες μονάδες στη χώρα μας να αυξήσουν τις τιμές τους, χωρίς όμως να έχει μεταβληθεί το κόστος παραγωγής τους. Γι’αυτό και όσο λειτουργεί το χρηματιστήριο ενέργειας, η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ θα ρίξει μεν τις μεσοσταθμικές τιμές αγοράς, δεν είναι όμως σίγουρο ότι η μείωση αυτή θα είναι αναλογική, ενώ θα παραμείνουν οι εξάρσεις. Όλα αυτά λόγω της παρεμβολής του χρηματιστηρίου που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε ασφαλή πρόβλεψη. Οι επαναλαμβανόμενες, μικρές ή μεγάλες, χρηματιστηριακές διογκώσεις μπορούν να καταλήξουν τελικά σε μια μόνιμη επιβάρυνση της μέσης τιμής ρεύματος.
Και ποια είναι η λύση; Τι πρέπει να γίνει για να φτάσει στον καταναλωτή και την τσέπη του το φθηνό «πράσινο» ρεύμα;
Κατ’αρχήν, ο δρόμος της αφαίρεσης των υπερεσόδων των παραγωγών, ο οποίος εφαρμόσθηκε με επιτυχία από την ελληνική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης 2022-2023, έκλεισε με την τελευταία Οδηγία που έβαλε μη ρεαλιστικές προϋποθέσεις. Από τις λοιπές λύσεις που προωθούνται εντός του υφιστάμενου μοντέλου, οι συμβάσεις «πράσινων» PPA μεταφέρουν πράγματι χωρίς διόγκωση το χαμηλό κόστος των αντίστοιχων ΑΠΕ στα τιμολόγια καταναλωτού, μολονότι δεν αντιμετωπίζουν τελείως το πρόβλημα της χρηματιστηριακής διόγκωσης των ευέλικτων μονάδων, οι οποίες βέβαια προτιμούν να αμείβονται από το χρηματιστήριο. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι παρέμβασης, όπως τα πολυζωνικά τιμολόγια και το net billing, τα οποία προσφέρουν σημαντική ανακούφιση,. αλλά και καλύτερη εκμετάλλευση των ΑΠΕ. Η ενδεχόμενη αφαίρεση όλης της παραγωγής των ΑΠΕ από το χρηματιστήριο, που έχει επίσης προταθεί ως πιο δραστική παρέμβαση, θα μπορούσε να λύσει ορισμένες στρεβλώσεις, αλλά δεν αποτελεί και αυτή λύση στη χρηματιστηριακή διόγκωση, εκτός αν συνδυασθεί και με πλαφόν στις προσφορές των ευέλικτων μονάδων ή με άμεση παρέμβαση στα υπερέσοδα με βάση αντικειμενικούς δείκτες, τα οποία όμως δεν δέχεται η Ε.Ε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική Κυβέρνηση έχει ζητήσει επανειλημμένως την αντιμετώπιση του σύνθετου αυτού προβλήματος, αλλά η Ε.Ε. στις αρμοδιότητες της οποίας εμπίπτει το μοντέλο της αγοράς, φαίνεται να υποστηρίζει ακόμα το target model. Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να κοιτάμε για λύσεις εντός του υφιστάμενου μοντέλου. Τελικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ελπίζω, και πρέπει, να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα των τιμών ρεύματος. Άλλως η ενεργειακή μετάβαση θα είναι επώδυνη και είναι και πιθανόν, πράγμα που το απεύχομαι, να εκτροχιασθεί μετά το 2030 όταν ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας θα πρέπει να προχωρήσει δυναμικά.
Τι σχέδια έχετε ως ΚΑΠΕ για το επόμενο διάστημα; Έχουμε κάτι να περιμένουμε από την δουλειά σας το επόμενο διάστημα;
Η αρμονική συνεργασία του ΚΑΠΕ με το ΥΠΕΝ συνεχίζεται και σε άλλα θέματα. Ήδη βρισκόμαστε στο στάδιο της ολοκλήρωσης του σχεδίου νόμου για την ανάπτυξη του βιομεθανίου. Επίσης, εκπονούμε μελέτη για την ανάπτυξη αντλιών θερμότητας στον κτιριακό τομέα, με σκοπό να ακολουθήσει η κατάρτιση σχετικών προγραμμάτων χρηματοδότησης. Το ΚΑΠΕ έχει μεγάλη εμπειρία στον τομέα αυτόν και είναι πρωτοπόρο στην Ελλάδα στην ανάπτυξη γεωθερμικών αντλιών θερμότητας. Μόλις πρόσφατα ξεκίνησε και η λειτουργία του πιλοτικού έργου μετατροπής του Αγίου Ευστρατίου σε αυτόνομο «πράσινο» νησί. Είναι ένα έργο που σχεδίασε και ολοκλήρωσε το ΚΑΠΕ με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, και μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα και για άλλες παρόμοιες παρεμβάσεις. Να σας ενημερώσω επίσης ότι στις 7-8 Νοεμβρίου διοργανώνουμε στην Αθήνα το 1ο Συνέδριο για τα Βιώσιμα Αεροπορικά Καύσιμα (Sustainable Aviation Fuels), όπου έχουμε καλέσει και πολλούς διακεκριμένους ομιλητές από το εξωτερικό.
, ,
,
© 2010-2022 ENERGYPRESS. All rights reserved.
,
Designed by Citronio | Developed by imarketing.gr