Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ανακοίνωση του αυστηρότερου πακέτου κυρώσεων της κυβέρνησης Μπάιντεν εναντίον των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου και την επιβολή της «μέγιστης πίεσης» από την κυβέρνηση Τραμπ κατά του Ιράν, ο μεγαλύτερος πελάτης των δύο παραγωγών έχει ήδη προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Όπως καταδεικνύουν στοιχεία για το ναυτιλιακό εμπόριο, Ιράν και Ρωσία χρησιμοποιούν νέα πετρελαιοφόρα, τα οποία δεν έχουν ενταχθεί στη λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ, ώστε να μεταφέρουν τα φορτία αργού στην Κίνα. Ως εκ τούτου, οι εισαγωγές ρωσικού και ιρανικού πετρελαίου στα κινεζικά λιμάνια έχουν επανακάμψει άμεσα, πριν καν τεθούν σε ισχύ ορισμένες από τις κυρώσεις.
Τα τάνκερ που αποφασίζουν να αξιοποιήσουν το κενό που δημιουργήθηκε από το τελευταίο πακέτο Μπάιντεν που επέβαλε κυρώσεις στο 42% του ρωσικού στόλου πετρελαιοφόρων, μπορούν να αποκομίσουν γρήγορα κέρδη, με τις τιμές μεταφοράς μεταξύ των ρωσικών λιμανιών στην ανατολική Ρωσία και των κινεζικών λιμανιών στη βορειοανατολική Κίνα να φτάνουν τα 4,5 εκατομμύρια δολάρια. Με το κίνητρο των υψηλών κερδών, μία σειρά πετρελαιοφόρων που δεν έχουν υποστεί κυρώσεις και συνήθως ταξίδευαν στις ευρωπαϊκές θάλασσες έχουν πλέον μετακινηθεί προς τον Ινδο-Ειρηνικό. Μία παρόμοια τακτική φαίνεται να ακολουθεί και το Ιράν, με τη “συνήθη ύποπτο” Μαλαισία να αποτελεί τον κόμβο για μεταφοράς προς την Κίνα.
Το γεγονός ότι οι αντίπαλοι των ΗΠΑ κατάφεραν να προσαρμοστούν τόσο γρήγορα ώστε να παρακάμψουν τις νέες κυρώσεις αποδεικνύει την αδυναμία των δυτικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν αποτελεσματικά αυτά τα μέτρα. Με την κυβέρνηση Τραμπ να έχει διαφημίσει το τέλος των κυρώσεων κατά του ρωσικού πετρελαίου ως ένα καρότο προκειμένου το Κρεμλίνο να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις, η κατάσταση για τη Μόσχα πιθανότατα να βελτιωθεί πολύ σύντομα. Από την άλλη, το Ιράν μάλλον θα αποτελέσει τον επόμενο στόχο του Τραμπ και των γερακιών στο επιτελείο του, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να κλιμακώσουν την ένταση κατά των πελατών της Τεχεράνης.