Σε πάνω από 900.000 υπολογίζονται τα ακίνητα που παραμένουν σήμερα κλειστά και αναξιοποίητα. Σημαντικό μέρος αυτών βρίσκεται στην κατοχή του Δημοσίου, ιδρυμάτων, των τραπεζών, αλλά και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων. Αυτό ανέφεραν χθες στελέχη της κτηματαγοράς, στο πλαίσιο του συνεδρίου του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής (2ο Property Show – Athens 2024). Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος για τον οποίο εκτιμάται ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τη στεγαστική πολιτική δεν πρόκειται να έχουν την προσδοκώμενη απόδοση, τουλάχιστον στο σκέλος της μείωσης των τιμών πώλησης και ενοικίασης κατοικιών.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Κοσμάς Θεοδωρίδης, γενικός γραμματέας του Συλλόγου Μεσιτών και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μεσιτών, «περίπου 500.000 ακίνητα είναι είτε σχολάζουσες κληρονομιές είτε προϊόν αποποιήσεων κληρονομιάς εν μέρει. Αλλα 400.000 ακίνητα είναι δεσμευμένα από τις τράπεζες λόγω χρεών, ενώ στα παραπάνω θα πρέπει να υπολογίζουμε και το ότι περίπου 1%-2% του κτιριακού αποθέματος της χώρας, δηλαδή περίπου 60.000-120.000 κατοικίες ετησίως, καθίστανται μη κατοικήσιμες». Σύμφωνα όμως με τον ίδιο, μεγάλο μέρος των σχολαζουσών κληρονομιών βρίσκεται στην περιφέρεια, κάτι που σημαίνει ότι το στεγαστικό πρόβλημα έχει βαθύτερα αίτια και οφείλεται και στην ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι αριθμοί προκαλούν «ίλιγγο» και είναι ικανοί να εξηγήσουν σε μεγάλο βαθμό το σημερινό έλλειμμα κατοικιών, που είναι πιο έντονο στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, ακριβώς λόγω της μεγάλης ζήτησης. Οπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, ακόμα και σήμερα το ελληνικό Δημόσιο δεν γνωρίζει με ακρίβεια τα ακίνητα που έχει στην κατοχή του, πόσο μάλλον να προχωρήσει και σε ενεργή διαχείρισή τους. Συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κάποιος φορέας διαχείρισης των κληροδοτημάτων που να είναι επιφορτισμένος με την πώληση ή την ενοικίασή τους και γενικότερα την αξιοποίησή τους. «Ουδείς γνωρίζει τι γίνεται με τις εκατοντάδες χιλιάδες αποποιήσεις κληρονομιών που έγιναν την περίοδο της κρίσης», σημειώνουν σχετικά.
Το Δημόσιο δεν γνωρίζει με ακρίβεια τα ακίνητα που έχουν περάσει στην κατοχή του προκειμένου να προχωρήσει και σε ενεργή διαχείρισή τους.
Αντιστοίχως, οι τράπεζες και οι servicers (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων) ναι μεν έχουν συγκεντρώσει ένα μεγάλο πλήθος ακινήτων, αλλά επίσης αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στο να τα διαθέσουν προς πώληση, τουλάχιστον με μαζικό τρόπο, καθώς οι γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι συχνά δαιδαλώδεις. Μπορεί να έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη μεταγραφή των συμβολαίων, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, αλλά η διαδικασία της νομικής και πολεοδομικής διαχείρισης, ιδίως των πιο παλιών ακινήτων, απαιτεί πολλούς μήνες προσπάθειας.
«Μόνο από κληροδοτήματα υπολογίζεται ότι 5.000 κατοικίες είναι κλειστές στην Αθήνα, χωρίς να υπολογίζουμε πόσες χιλιάδες ακόμα είναι προϊόν κατάσχεσης ή δεν αξιοποιούνται λόγω δικαστικής διαμάχης που διαρκεί σειρά ετών, εξαιτίας και των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης», ανέφερε ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κρατικές παρεμβάσεις για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι βοηθητικές. «Εμείς δεν θέλουμε συνεχή άνοδο των τιμών. Πρέπει η αγορά να είναι ισορροπημένη. Ενα παράδειγμα είναι το πρόγραμμα “Σπίτι μου”, το οποίο ναι μεν συμβάλλει στη δημιουργία κουλτούρας ιδιοκτητών στη χώρα, αλλά δημιουργεί και στρεβλώσεις, λόγω της απότομης αύξησης της ζήτησης, που θα έρθει να προστεθεί στην ήδη υφιστάμενη. Ετσι, θα αυξηθούν και πάλι οι τιμές, μια και θα προστεθεί ζήτηση χωρίς την αντίστοιχη προσφορά». Κατά τον κ. Ποταμιάνο, οι αυξήσεις αυτές θα έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, διότι το όφελος των δικαιούχων από την επιδότηση του επιτοκίου του δανείου που θα λάβουν θα εξανεμιστεί μέσω της υψηλότερης τιμής του ακινήτου που θα αγοράσουν σε σχέση με σήμερα.
Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Ρεβύθη, επίτιμο πρόεδρο του Συλλόγου Μεσιτών, «στην περιφέρεια η μέση τιμή πώλησης μεταχειρισμένης κατοικίας είναι 600-700 ευρώ/τ.μ. Επομένως, η στεγαστική κρίση είναι πρόβλημα της αστυφιλίας, δηλαδή της συγκέντρωσης του 50% του πληθυσμού της χώρας στην Αττική, περιορίζοντας έτσι το ποσοστό των ελεύθερων κατοικιών σε σχέση με τη ζήτηση, κάτι που αυξάνει και τις τιμές. Απαιτούνται άλλες λύσεις, όπως π.χ. να ενισχυθούν τα εισοδήματα, αλλά και να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας στην περιφέρεια», σημείωσε ο κ. Ρεβύθης.
Με τη σειρά του ο κ. Στράτος Παραδιάς, πρόεδρος της ΠΟΜΙΔΑ, σημείωσε ότι η στεγαστική κρίση έχει δημιουργήσει ένα αρνητικό κλίμα εις βάρος των ιδιοκτητών που εκμισθώνουν τα ακίνητά τους. Αυτοί με τη σειρά τους έχουν πλέον έντονη δυσπιστία απέναντι στους ενοικιαστές, λόγω φαινομένων κακοπληρωτών, αλλά και της αδυναμίας να έχουν κάποια γνώση των πραγματικών οικονομικών δυνατοτήτων των μισθωτών. Ενας ακόμα παράγοντας που αυξάνει τα κενά ακίνητα είναι το γεγονός ότι το 50% των κατοικιών που συνήθως εκμισθώνονται έχει χτιστεί τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και πλέον απαιτεί σημαντικές εργασίες ανακαίνισης. Ελλείψει κεφαλαίων, πολλά από τα σπίτια αυτά αφαιρούνται από την αγορά.
Σχόλια