Αναφορικά με το γενικότερου ενδιαφέροντος νομικό ζήτημα περί του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική τους κρίση είναι ζήτημα το οποίο ανακύπτει τόσο επί πολιτικών όσο και επί ποινικών υποθέσεων για την επίλυση του οποίου συγκλήθηκε η υπ’ αριθμ. 18/1993 Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με το άρθρο 91 § 1 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 106 § 3 του Ν. 4055/2012, το πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψή του, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.
Προσέτι, κατά το άρθρο 93 § 4 του ως άνω Κώδικα, όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλλει ποινή.
Τέλος, κατά το άρθρο 99 § 4 του ίδιου Κώδικα, αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.
Αναφορικά με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, το έργο του δικαστή, για το οποίο έχει αυτονόητη εκ του νόμου υποχρέωση ορθής πραγμάτωσης, συνοψίζεται βασικά στα εξής: 1) στον προσδιορισμό της εννοίας κανόνων δικαίου, ουσιαστικών ή δικονομικών (ερμηνεία κανόνων δικαίου), 2) στη διαπίστωση του κρίσιμου πραγματικού της εκάστοτε υπόθεσης, κατά το σύνολο των ζητημάτων και των παρεμπιπτόντων, ουσιαστικών ή δικονομικών και 3) στην παράθεση του πραγματικού και στην υπαγωγή του σε κανόνες δικαίου, ουσιαστικούς ή δικονομικούς, με συναγωγή, ευθεία ή έμμεση, συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού (εφαρμογή κανόνων δικαίου).
Παράπτωμα δικαστικού λειτουργού που αφορά δικαιοδοτική κρίση και δικαιολογεί πειθαρχικό έλεγχο, πέραν της περίπτωσης αντικειμενικού σφάλματος γεγόμενου από πρόθεση -άμεσο δόλο ή ενδεχόμενο- στην ερμηνεία, την εφαρμογή κανόνων δικαίου ή στον προσδιορισμό κρίσιμου πραγματικού, υπάρχει, επίσης, σε περίπτωση προφανούς σφάλματος από βαριά αμέλεια.
Τέτοιο, προφανές σφάλμα νοείται υπαρκτό 1) στην ερμηνεία κανόνος δικαίου, αν η ερμηνευτική εκδοχή που έγινε εσφαλμένως δεκτή, ευρίσκεται σε έκδηλη αντίθεση προς την σαφή και αναμφίβολη, τυχόν, πραγματική του έννοια, ούτως ώστε η εκδοχή αυτή να μη δύναται, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί υποστηρίξιμη, 2) στη διαπίστωση κρίσιμου πραγματικού, αν το κατά την απόφαση σχετικό, εσφαλμένο, πόρισμα είναι αναμφιβόλως και προφανώς διάφορο εκείνου που αντικειμενικώς βάσει και των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας προκύπτει από αποδεικτικά στοιχεία ληπτέα υπ’ όψιν και ιδίως στοιχεία που έχουν δύναμη πλήρους απόδειξης (όπως η οριζόμενη στα άρθρα 352 § 1, 430 § 1, 438, 440, 445 και 448 του ΚΠολΔ) και 3) στη νομική υπαγωγή, αν το συναχθέν συμπέρασμα δικανικού συλλογισμού βρίσκεται σε προφανή ανακολουθία προς τον συνδυασμό εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.
Κατά το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας, δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο ό,τι εμπίπτει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης, ενώ αντιθέτως οι δυνάμενοι να θεμελιώσουν νομικά ή πραγματικά σφάλματα ή νομικές παραδοχές εξωτερικοί όροι, υπόκεινται, σε πειθαρχικό έλεγχο.
Ενδεικτικώς, παρατίθενται οι ακόλουθες συγκεκριμένες περιπτώσεις :
α) Η μη λήψη υπόψη από το δικαστή προσαχθέντων και επικληθέντων από τους διαδίκους κρισίμων και ουσιωδών για την έκβαση της δίκης εγγράφων ή «πραγμάτων», πραγματικών, δηλαδή, ισχυρισμών των διαδίκων, ανήκει στους ως άνω εξωτερικούς όρους και γι’ αυτό ελέγχεται πειθαρχικώς
β) Η παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς.
γ) Η αιτιολογημένη κρίση και εκτίμηση περί του βαθμού και του μέτρου της αξιοπιστίας ή μη των μαρτύρων ανήκει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης και είναι ως εκ τούτου πειθαρχικώς ανέλεγκτη (πρβλ. σχετικώς παρακάτω στο στοιχείο στ). Όπως αναφέρεται στην Εισαγγελική πρόταση επί του υπ’ αριθμ. 45/1955 Πρακτικού της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΝΟΒ 1955, σελ. 74), «οσοιδήποτε μάρτυρες και αν καταθέτωσι συμφώνως προς την άποψιν, ο δικαστής δεν δεσμεύεται, διότι τούτο θα ήγε εις τυπικήν απόδειξιν». Αντιθέτως, ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικώς η διαστροφή ή η παραμόρφωση των καταθέσεων των μαρτύρων, ή άλλων κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων ή ουσιωδών ισχυρισμών.
δ) Η εκ μέρους του δικαστή παραβίαση της υποχρέωσής του να προσδώσει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική δύναμη που ορίζει ο νόμος (όπως π.χ. πλήρη απόδειξη στα κατά τα άρθρα 352 § 1 και 440 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα της ομολογίας και των δημοσίων εγγράφων για τις διαπιστώσεις του συντάκτη τους) ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς.
ε) Η παντελώς αναιτιολόγητη κατ’ ουσία δικαστική κρίση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις η ελλιπής και ανεπαρκής αιτιολόγηση της κατ’ ουσία δικαστικής κρίσης, ανήκουσα στους εξωτερικούς όρους και αντιβαίνουσα στο άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος, ελέγχεται πειθαρχικώς,
Περαιτέρω, ενόψει των ως άνω εκτεθέντων μπορεί να λεχθεί ότι η δυνατότητα του πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, λόγω υπέρβασης των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης προϋποθέτει ότι η δικαστική αυτή κρίση συνδέεται με πειθαρχικώς ελεγχόμενους εξωτερικούς όρους (όπως π.χ. με διαστροφή ή παραγνώριση αποδεικτικών στοιχείων ή ισχυρισμών ή με έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας κτλ)
Σύμφωνα και με την απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ [ΟλΑΠ 9/2015] αν η ελευθέρως διατυπωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, τα αρμόδια εποπτικά δικαστικά όργανα, λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, και νομίμως επιλαμβάνονται και ασκούν την αρμοδιότητα τους με στόχο την προάσπιση του Κράτους Δικαίου, του κύρους της Δικαιοσύνης, της δικαιϊκής ασφάλειας των πολιτών και την εδραίωση της εμπιστοσύνης τους προς τους Θεσμούς.
Ενόψει όλων όσων εκτέθηκαν παραπάνω, μπορούν συμπερασματικά να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Πειθαρχικώς ελεγχόμενοι εξωτερικοί όροι συνιστούν κυρίως νομικά σφάλματα, νομικές παραδρομές, παραβάσεις κειμένων διατάξεων, αναιτιολόγητες δικαστικές αποφάσεις και άλλες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τον μη πειθαρχικώς ελεγχόμενο πυρήνα της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης.
Ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος δεν θίγει την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία.
Τέλος θα πρέπει να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του δικαστή (και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου) αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης από τους Επιθεωρητές – Αρεοπαγίτες κ.τ.λ., αφού κατά το άρθρο 85 §§ 2 και 3 του Ν. 1756/1988 οι επιθεωρητές συντάσσουν έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό, στην οποία έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και «η κρίση και η αντίληψη», «η ποιοτική υπηρεσιακή απόδοση» και η επιστημονική κατάρτιση του δικαστή.
Το Κράτος οφείλει να υποστηρίξει την ισχύ των όσων νομοθετήθηκαν στην Βουλή σχετικά με τον πειθαρχικό έλεγχο των Δικαστικών λειτουργών προκειμένου η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη να λειτουργεί σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους κανόνες για να είναι στις υπηρεσίες του πολίτη, προστατεύοντάς τον από την αυθαιρεσία.