Φορολογικά κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις ζήτησε από την κυβέρνηση ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος από το βήμα του συνεδρίου της Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών. Στην πρώτη του δημόσια παρέμβαση μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου του ΣΕΒ, ο κ. Θεοδωρόπουλος ανέδειξε το μεγάλο επενδυτικό κενό της Ελλάδας το οποίο, όπως είπε, για να καλυφθεί χρειάζεται μια «αλλαγή επενδυτικής λογικής από πλευράς του Δημοσίου και μια αλλαγή στο θέμα του κόστους ενέργειας».
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα οι αναπτυξιακοί νόμοι δεν ενθαρρύνουν τις μεγάλες επενδύσεις. Υπάρχει ο κόφτης στα 3 εκατ. ευρώ επιδότησης, που ουσιαστικά ενθαρρύνει πολλές μικρές επενδύσεις. Χωρίς να μπορεί κανείς να προτείνει μέτρα τα οποία δεν θα είχε λεφτά η Ελλάδα να τα χρηματοδοτήσει, νομίζω ότι πρέπει να γίνει μια αλλαγή επενδυτικής λογικής από την πλευρά του Δημοσίου και μια αλλαγή στο θέμα του κόστους ενέργειας, είπε ο κ. Θεοδωρόπουλος και πρότεινε τον διαχωρισμό των επενδύσεων σε κατηγορίες, ανάλογα με το πολλαπλασιαστικό effect (επίδραση) που αυτές έχουν για την οικονομία.
Πρέπει να στοχεύσουμε σε αυτές τις επενδύσεις που έχουν μεγάλο πολλαπλασιαστικό effect, πρέπει αυτές τις επενδύσεις να τις βοηθήσουμε με φορολογικά κίνητρα και όχι με «χρήματα στο χέρι» και επιδοτήσεις, τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒ και εξήγησε ότι τα χρήματα στο χέρι και οι επιδοτήσεις δημιουργούν στρεβλά φαινόμενα στην οικονομία.
«Εχουμε πολλές τέτοιες εμπειρίες από το παρελθόν, πρέπει όμως να έχουμε γενναία φορολογικά κίνητρα για να έχουμε πραγματικές επενδύσεις μεγάλου πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος», τόνισε και πρόσθεσε: Η απάντηση του υπουργείου και της κυβέρνησης σ’ αυτά τα θέματα είναι ότι όταν δοθεί φορολογικό κίνητρο εγγράφεται στο δημόσιο χρέος. Ταυτόχρονα δεν εγγράφεται τίποτα από το benefit, το οποίο θα έχει η οικονομία.
«Συνεχίζουμε να δανειζόμαστε λεφτά για να καλύψουμε τα εμπορικά μας ελλείμματα. Εμμεσα μπορεί να μην τα καταγράφουμε ως χρέος, αλλά ουσιαστικά δανειζόμαστε».
Σχολιάζοντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο πρόεδρος του ΣΕΒ αναγνώρισε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί την τελευταία πενταετία, ιδιαίτερα στην κατεύθυνση της τακτοποίησης των δημοσίων οικονομικών, επισήμανε ωστόσο ως πρόβλημα το δίδυμο έλλειμμα, δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που μας έβαλε στην κρίση και όπως είπε συνεχίζει να ταλανίζει ακόμη την Ελλάδα. «Συνεχίζουμε να δανειζόμαστε λεφτά για να καλύψουμε τα εμπορικά μας ελλείμματα. Εμμεσα μπορεί να μην τα καταγράφουμε ως δημόσιο χρέος, αλλά ουσιαστικά δανειζόμαστε. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε χαρούμενοι για το μέχρι σήμερα, αλλά είναι νομίζω ξεκάθαρο σε όλους μας –και το έδειξε και η έκθεση Ντράγκι για την Ευρώπη, που ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Ελλάδα– ότι ο δρόμος τον οποίο έχει πάρει και η Ευρώπη και η Ελλάδα είναι καλός – προοδεύουμε, αλλά δεν προοδεύουμε αρκετά σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας, και μένουμε πίσω», υπογράμμισε ο κ. Θεοδωρόπουλος.
Το σχέδιο Ντράγκι
Ειδικότερα, αναφερόμενος στην έκθεση Ντράγκι, είπε ότι οι προτάσεις της είναι ανεφάρμοστες. «Ουσιαστικά ο Ντράγκι μάς είπε να δανειστούν οι πλούσιες χώρες της Ευρώπης με ένα κοινό χρέος και να πάρουμε αυτά τα λεφτά, 800 δισ. ευρώ τον χρόνο, 5% του ΑΕΠ να τα μοιράσουμε όλοι και να αρχίσουμε να προχωρούμε σε επενδύσεις. Αυτό δεν είναι εφικτό, είναι μια ανέφικτη πρόταση, κατά την άποψή μου το ίδιο πρόβλημα ουσιαστικά έχουμε και στην Ελλάδα», σημείωσε. Επισήμανε, δε, ότι η Ελλάδα έχει πάρα πολύ μεγάλο επενδυτικό κενό, το οποίο δεν καλύπτεται, ενώ εξέφρασε την ανησυχία του για την πορεία των επενδύσεων με τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης. «Αυτή τη στιγμή “τρέχουν” οι επενδύσεις μας όσο “τρέχουν” με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο τελειώνει σε 2-3 χρόνια και δεν ξέρω από κει και πέρα με τι μοχλό θα “τρέξουν” οι επενδύσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Τα τρόφιμα
Αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά του κ. Θεοδωρόπουλου για τις τιμές των τροφίμων, έναν κλάδο που γνωρίζει από πρώτο χέρι. Ο πληθωρισμός των τροφίμων δεν θα μειωθεί όσο έχουμε κλιματική κρίση. Αντιθέτως η κλιματική κρίση όσο θα εντείνεται θα φέρει μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, είπε και πρότεινε προσαρμογή σε αυτή τη νέα πραγματικότητα.
«Πρέπει μάλλον να αλλάξουμε τα μοντέλα και να μη μιλάμε πια για 2% πληθωρισμό (οι κεντρικές τράπεζες) για να μειώνουμε τα επιτόκια. Θα πρέπει να το δούμε λοιπόν από την άλλη πλευρά. Χρειάζεται προσαρμογή», τόνισε.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)