Ολόκληρη η ανάρτηση:
«Πώς κατασκευάζεται μια πολιτική σκευωρία υπό το φως μιας εθνικής τραγωδίας; Το διδακτικό παράδειγμα της αποτυχημένης απόπειρας δίωξης 10 πολιτικών προσώπων από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την υπόθεση Νοβάρτις.
«Μέχρι η αλήθεια να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών της, το ψέμα έχει κάνει ήδη το μισό γύρο του κόσμου» Μαρκ Τουέιν
Για όσους δεν έχουν εντρυφήσει ιδιαίτερα στη «μηχανική» της πολιτικής σκευωρίας που στήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εναντίον 10 εμβληματικών πολιτικών της αντιπάλων -με στόχο να συνδεθούν και να καταδικαστούν ως εμπλεκόμενοι στο υπαρκτό αλλά άσχετο με τους ίδιους οικονομικό σκάνδαλο Νοβάρτις- είναι χρήσιμο να θυμίσουμε τα «υλικά» της συνταγής που χρησιμοποιήθηκαν τότε.
Το 2010 η Ελλάδα ανακαλύπτει ότι το έλλειμμά μας έχει εκτιναχθεί στο 15,4%, γεγονός που αυτόματα μας κατατάσσει στις πιστοληπτικά αφερέγγυες χώρες, οδηγώντας στον αποκλεισμό μας από τις διεθνείς αγορές και στα αλλεπάλληλα προγράμματα διάσωσης.
Ένας από τους βασικούς στόχους και ταυτόχρονα όρους των λεγόμενων «μνημονίων» ήταν η εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Δηλαδή, ο ισοσκελισμός κρατικών δαπανών και εσόδων, ώστε αν το κράτος εισπράττει 100 από έσοδα να ξοδεύει κάτι λιγότερο από 100 (και όχι 115 όπως ξόδευε έως το 2010) για να δημιουργήσει πλεόνασμα και να περιορίσει το χρέος της.
Γιατί ανακαλύψαμε ξαφνικά ότι το έλλειμμά μας ηταν 15,4%;
Διότι τα δημόσια οικονομικά μας ήταν κυριολεκτικά εκτός ελέγχου και -κατά το κοινώς λεγόμενο- δεν γνώριζε η δεξιά μας τι ξόδευε η αριστερά μας.
Δεν υπήρχε, για παράδειγμα, ούτε γνώση ούτε κεντρικός έλεγχος για τις δαπάνες και τις οφειλές υγείας του κράτους και των φορέων του, πχ των 130 νοσοκομείων και των περισσότερων από 90 φορέων κοινωνικής ασφάλισης, προς ιδιώτες.
Έτσι ανακαλύψαμε ότι οι βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές διαφόρων φορέων του δημοσίου προς εκατοντάδες ή και χιλιάδες ιδιώτες άγγιζαν ή και ξεπερνούσαν τα 8,5 δις ευρώ ενώ μόνο οι οφειλές υγείας άγγιζαν τα 5,5 δις ευρώ.
Γι’αυτό και μία από τις βασικές δεσμεύσεις-όρους και των τριών διαδοχικών μνημονίων (Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) -που πολλοί μίσησαν αλλά λίγοι διάβασαν και κατανόησαν- όπως και των εφαρμοστικών τους νόμων, ήταν η εξής:
Το ελληνικό δημόσιο και ειδικότερα το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έπρεπε να αποκτήσουν έναν αξιόπιστο μηχανισμό καταγραφής των ληξιπρόθεσμων οφειλών υγείας και να προχωρήσουν στη σταδιακή εξόφληση ή συμψηφισμό των οφειλών αυτών μέχρι την εξάλειψή τους.
Ταυτόχρονα, ένα άλλο εύρημα δημοσιονομικής αστοχίας ήταν η υπέρογκη κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη που συνέβαινε χωρίς κανέναν έλεγχο του κράτους, που οδήγησε ομοίως σε αυστηρούς μνημονιακούς «κόφτες», όπως οι κλειστοί προϋπολογισμοί υγείας, το clawback και το rebate στις φαρμακευτικές εταιρίες. Οι πολιτικές αυτές εξυγίαναν τα οικονομικά της υγείας και έκαναν τη ζωή των φαρμακευτικών εταιριών στην Ελλάδα, ελληνικών και ξένων, πολύ δυσκολότερη.
Στις αμέτρητες επισκέψεις των δανειστών και στις επακόλουθες αξιολογήσεις τους που αποφάσιζαν την εκταμίευση των δόσεων των μνημονιακών δανείων με τις οποίες πληρώνονταν μισθοί και συντάξεις, ο έλεγχος της σταδιακής απομείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών υγείας όσο και της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης ήταν σταθερά στην κορυφή της ατζέντας τους.
Πράγματι, έως τον Δεκέμβριο του 2014, χάρη στους μηχανισμούς και τις πολιτικές ελέγχου που εφαρμόστηκαν, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές υγείας ειχαν μειωθεί κατά 3 δις ευρώ και συνολικά του κράτους κατά 5 δις ευρώ όπως αντίστοιχα περιορίστηκαν σημαντικά οι κρατικές φαρμακευτικές δαπάνες.
Κοινώς το «πάρτι» στο χώρο του φαρμάκου τελείωσε.
Το πώς και γιατί γεννήθηκαν αυτές οι οφειλές, όπως είναι εύλογο, προφανώς απασχολούσε και τους δανειστές της χώρας και τις κυβερνήσεις του 2010-2014.
Και γι’αυτό πέρα από τις περικοπές δαπανών επιβληθηκαν και σκληρά μέτρα ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης και των πρακτικών των εταιριών, όπως ήταν: