Όπως είπε ο κ. Ταχιάος: «δεν μπορούμε πλέον να προβλέψουμε τα φαινόμενα, δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε», αναφερόμενος στο ερώτημα για τον επαναπροσδιορισμό των σχεδίων αντιμετώπισης των ακραίων καιρικών φαινομένων, ιδιαίτερα σε περιοχές με ευπαθή συστήματα υποδομών.
Για τον λόγο αυτόν, ο υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών υπογράμμισε ότι τα έργα που προγραμματίζονται οφείλουν να εστιάζουν στη ρεαλιστική ανθεκτικότητα με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, ενώ διευκρίνισε ότι «για φαινόμενα όπως οι πλημμύρες δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε με περίοδο επαναφοράς μεγαλύτερη από 100 έτη, γιατί αλλιώς το κόστος των έργων θα ανέβαινε δραματικά», ενώ τόνισε ακόμα ότι το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών προχωράει με μεγάλη δυσκολία σε έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, όπως στο ρέμα της Ραφήνας, εξαιτίας ισχυρών περιβαλλοντικών αντιδράσεων που λαμβάνουν χώρα και δεν επιτρέπουν, όπως δήλωσε «να αναπτυχθούν τα μέτωπα όπως πρέπει να αναπτυχθούν και στον ρυθμό που θα έπρεπε να προχωρήσουν, παρότι είναι κρίσιμα για την προστασία των πολιτών και του περιβάλλοντος. Οι καταστροφές οδηγούν σε πολύ μεγαλύτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις επιπτώσεις που προσπαθούν να αποτρέψουν τέτοιες ακτιβιστικές παρεμβάσεις».
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στις επενδύσεις στις συγκοινωνιακές υποδομές της Αττικής, ο Υφυπουργός Υποδομών υπογράμμισε ότι οι προτεραιότητες πρέπει να είναι προσεκτικά επιλεγμένες και εστίασε στο σημαντικό έργο που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, τη γραμμή 4 του Μετρό της Αθήνας, ένα έργο ύψους περί των 1,5 δισ. ευρώ, καθώς και στη δημοπράτηση του τριπλού κόμβου Σκαραμαγκά, που είναι μέσα στις πρώτες προτεραιότητες οι οποίες τρέχουν και η οποία θα χρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Ο κ. Ταχιάος έκλεισε την τοποθέτησή του αναφερόμενος στα ερωτήματα που οριοθετούν το μέτρο στο οποίο αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν: «Ο χρήστης πληρώνει. Πόσο μπορούμε να δεχτούμε ότι μπορεί να πληρώσει κάποιος μία παρεχόμενη υπηρεσία στην Ελλάδα; Πόσο το αντέχει η κοινωνία και πόσο το πολιτικό σύστημα;».