στην κατηγορία αξιολόγησης «Α» που είχε πριν από περίπου 15 χρόνια. Αν και το «στοίχημα» της επενδυτικής βαθμίδας κερδήθηκε σε μεγάλο βαθμό –καθώς «εκκρεμεί» η απόφαση της Moody’s–, ο δρόμος μπροστά εκτιμάται πως είναι μακρύς, με την κατάκτηση του «Α» να απέχει 6-7 χρόνια ακόμη.
Ο χορός των αξιολογήσεων για φέτος ξεκίνησε θετικά, με την DBRS την περασμένη Παρασκευή να ανεβάζει την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι πάνω από την επενδυτική βαθμίδα και στο ΒΒΒ με σταθερές προοπτικές, και να ευθυγραμμίζεται με την αξιολόγηση της Scope Ratings, η οποία τον Δεκέμβριο ήταν η πρώτη που έκανε αυτό το βήμα. Επόμενος σταθμός είναι η ετυμηγορία της Moody’s αυτή την Παρασκευή 14 Μαρτίου, η οποία διατηρεί ακόμη την Ελλάδα κάτω από το investment grade.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι πιθανότητες για μία θετική εξέλιξη από τη Moody’s είναι μοιρασμένες. Τον περασμένο Σεπτέμβριο αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές, κάτι που έχει ανοίξει τον δρόμο για αναβάθμιση και της αξιολόγησης. Από τότε έχουν περάσει έξι μήνες και την προηγούμενη φορά που αναβάθμισε το rating της Ελλάδας είχαν επίσης μεσολαβήσει έξι μήνες από την ημέρα της αναβάθμισης του outlook (Μάρτιος 2023 – Σεπτέμβριος 2023). Ωστόσο έχουν περάσει (μόνον;) 18 μήνες από την προηγούμενη αναβάθμιση της αξιολόγησης, η οποία ήταν και διπλή, κάτι που ίσως και να παίζει (περιοριστικό) ρόλο στις πιθανότητες για νέα κίνηση τώρα. Αξίζει να αναφέρουμε πως για να αναβαθμίσει η Moody’s την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2023 χρειάστηκε να περάσουν περίπου τρία χρόνια (από τον Νοέμβριο 2020).
Πάντως, ο Στέφεν Ντουκ, επικεφαλής αναλυτής της Moody’s, έχει ξεκαθαρίσει πως οι συνεχιζόμενες βελτιώσεις στους δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος και οι ενδείξεις ταχύτερης μείωσης των NPEs που έχουν περάσει στους servicers, καθώς και η συνεχιζόμενη υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων που οδηγούν σε ταχύτερη μείωση του χρέους και τα σημάδια επιτάχυνσης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, θα ήταν θετικά πιστωτικά.
Μετά τη Moody’s ακολουθεί η S&P στις 18 Απριλίου, η Fitch στις 16 Μαΐου και η Scope Ratings στις 30 Μαΐου. Ο δεύτερος γύρος αξιολογήσεων του έτους ξεκινάει στις 5 Σεπτεμβρίου με την DBRS και ακολουθούν 19 Σεπτεμβρίου η Moody’s, 17 Οκτωβρίου η S&P, 7 Νοεμβρίου η Scope και 14 Νοεμβρίου η Fitch.
Πάντως, όπως έδειξε και η ανάλυση της DBRS την Παρασκευή, οι προκλήσεις για τη βαθμολογία της Ελλάδας είναι αρκετές. Αν και ο οίκος διαμήνυσε ουσιαστικά πως η χώρα «άξιζε» την αναβάθμιση λόγω της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης και του βελτιωμένου τραπεζικού τομέα, χτύπησε ωστόσο και κάποια… «καμπανάκια».
Ειδικότερα, όπως σημείωσε, το επίμονο έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών της Ελλάδας και η υψηλή αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση επιβαρύνουν την εξωτερική της θέση και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις.
Επίσης, ο οίκος παρατήρησε πως «οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών πέρυσι, δείχνουν μειωμένη στήριξη προς το κυβερνών κόμμα», αν και πρόσθεσε πως η κυβέρνηση διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, γεγονός που παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Κατά την DBRS, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο Ελλάδα 2.0, όπως η αντιμετώπιση αδυναμιών στη Δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση και η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, θα πρέπει να παραμείνει βασική προτεραιότητα.
Επιπλέον, ο οίκος επισήμανε πως οι κίνδυνοι στις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα και με την ανανεωμένη πίεση στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας που θα απαιτούσαν πρόσθετα μέτρα στήριξης. Παράλληλα, υπογράμμισε πως οι οικονομικές προοπτικές εξαρτώνται από γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών προστατευτικών μέτρων που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Στο τρέχον περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας είναι αυτά που θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη πέρα από τη λήξη των κεφαλαίων του NGEU, τόνισε η DBRS.
Από την Καθημερινή