Η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος απειλεί τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, επισημαίνοντας ότι τα υγιή οικοσυστήματα είναι η βάση τόσο για την επισιτιστική ασφάλεια όσο και για την οικονομική σταθερότητα, καθώς τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων που προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες στην Ευρωζώνη εξαρτώνται από τις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Ανερχόμενο είναι το ζήτημα της λειψυδρίας, που ήδη επηρεάζει το 34% των Ευρωπαίων, ενώ η γεωργία κατονομάζεται ως η σοβαρότερη απειλή για την υγεία των οικοσυστημάτων και των αποθεμάτων νερού. Οσον αφορά την Ελλάδα, η υψηλή τιμή της ενέργειας για τον καταναλωτή θεωρείται σημαντικό πρόβλημα που εμποδίζει μια δίκαιη για τις κοινωνίες μετάβαση και επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επίσης πολύ χαμηλή είναι η πρόοδος στη διαχείριση των απορριμμάτων και την ανακύκλωση.
Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος «Το περιβάλλον της Ευρώπης» είναι η εκτενέστερη, αναλυτικότερη και πληρέστερη αποτίμηση της κατάστασης του περιβάλλοντος στη Γηραιά Ηπειρο, η οποία πραγματοποιείται μια φορά κάθε πέντε χρόνια, περιλαμβάνοντας 38 χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Οσον αφορά την Ελλάδα, η έκθεση παρατηρεί τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί κυρίως στον τομέα της απολιγνιτοποίησης και της αύξησης του μεριδίου των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας. Ως θετική εξέλιξη αναφέρεται η αύξηση των προστατευόμενων περιοχών στο 35% της επικράτειας και η πρόθεση δημιουργίας δύο μεγάλων θαλάσσιων προστατευόμενων πάρκων, με στόχο την αύξηση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών της από 18,3% στο 30%.
«Παρά τις βελτιώσεις η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε απειλές που σχετίζονται με το κλίμα, συμπεριλαμβανομένων των καυσώνων, των ξηρασιών, των πλημμυρών και των πυρκαγιών, που επηρεάζουν τις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Η ενεργειακή βιομηχανία παραμένει μια σημαντική πηγή εκπομπών, αλλά οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας προβλέπεται να πλησιάσουν το μηδέν έως το 2035, υποστηρίζοντας τον στόχο επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050», αναφέρει η έκθεση. «Η ποιότητα του αέρα έχει βελτιωθεί, τηρώντας τις δεσμεύσεις της οδηγίας για την περίοδο 2020-2029. Απαιτούνται περαιτέρω μειώσεις 2,6% για τις πτητικές οργανικές ενώσεις εκτός του μεθανίου και 2,3% για τα PM2.5 για την επίτευξη των στόχων του 2030. Τα δίκτυα παρακολούθησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων έχουν ενημερωθεί, με το 63,8% των επιφανειακών υδάτων να βρίσκεται σε καλή οικολογική κατάσταση και το 88,6% σε καλή χημική κατάσταση. Η ποιότητα του πόσιμου νερού και του νερού κολύμβησης παραμένει εξαιρετική, ενώ η συλλογή και η επεξεργασία των αστικών λυμάτων συνεχίζουν να βελτιώνονται», προσθέτει.
Καθώς η ανάγκη για θέρμανση μειώνεται και η ζήτηση για ψύξη αυξάνεται, δημιουργείται πρόσθετη πίεση στο ενεργειακό σύστημα.
Σημαντικά προβλήματα εντοπίζονται, όπως πάντα, στη διαχείριση των απορριμμάτων. «Τα επίπεδα ανακύκλωσης έπεσαν στο 17,3% το 2023, πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ενίσχυση της χωριστής συλλογής και των σύγχρονων εγκαταστάσεων ανακύκλωσης είναι απαραίτητη», επισημαίνει. Ειδικά για την ανακύκλωση συσκευασιών, «το ποσοστό έπεσε από 54,1% το 2021 σε 43,4% το 2023. Η ενίσχυση της διευρυμένης ευθύνης παραγωγού και η αναβάθμιση των τεχνολογιών συλλογής και επεξεργασίας είναι κρίσιμης σημασίας», υπογραμμίζει. Επίσης ως χαρακτηριστικό αναφέρεται το παράδειγμα της ανακύκλωσης οχημάτων: «Με την ανακύκλωση του 24,1% η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω από την υπόλοιπη Ε.Ε.». Και καταλήγει: «Για να επιτύχει τους στόχους του 2030 η Ελλάδα χρειάζεται θεσμικές αλλαγές, καινοτόμες πρακτικές στη διαχείριση απορριμμάτων, την ευαισθητοποίηση του κοινού και την αυστηρή επιτήρηση των παραγωγών, ώστε να διασφαλιστεί ότι αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους». Η Ελλάδα επίσης δεν έχει πιάσει τους στόχους για την πρόληψη παραγωγής απορριμμάτων και τους στόχους κυκλικής οικονομίας.
Ανάγκη χαμηλών τιμών
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις της έκθεσης και για τον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα. Η έκθεση αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει συντελεστεί, σημειώνοντας ότι το 2023 η συμβολή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα είχε πέσει στο 10,1%, όταν ξεπερνούσε το 54% το 2014. Αλλά κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση:
«Η κλιματική κρίση αναδιαμορφώνει τα πρότυπα κατανάλωσης ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Καθώς η ανάγκη για θέρμανση μειώνεται και η ζήτηση για ψύξη αυξάνεται, οι ενεργειακές πολιτικές της Ελλάδας πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτές τις μεταβαλλόμενες ανάγκες, διασφαλίζοντας ότι το ενεργειακό σύστημα παραμένει ανθεκτικό και ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις. Αυτή η μετατόπιση ασκεί πρόσθετη πίεση στο ενεργειακό σύστημα, υπογραμμίζοντας τη σημασία της οικονομικά προσιτής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της ηλεκτροδότησης, διασφαλίζοντας ότι τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτές τις μεταβαλλόμενες ενεργειακές απαιτήσεις χωρίς να αντιμετωπίσουν απαγορευτικό κόστος».
Τα γηρασμένα δάση δεν φιλτράρουν επαρκώς τον αέρα
«Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν ταραγμένους καιρούς. Πλήθος οικονομικών, κοινωνικών, γεωπολιτικών και περιβαλλοντικών κρίσεων συγκλίνουν, θέτοντας συστημικό κίνδυνο στον τρόπο ζωής μας. Η Ευρώπη θερμαίνεται δύο φορές ταχύτερα από τον μέσο όρο του πλανήτη, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, να επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη έχει υποστεί σοβαρή μεταβολή και ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας έχει στρέψει το βλέμμα και τις επενδύσεις στην άμυνα και την ασφάλεια». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος «Το περιβάλλον της Ευρώπης 2025», επισημαίνοντας πόσο αλληλένδετα είναι τα πολιτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα και πόσο πολύπλοκη είναι η πραγματικότητα. Ανάμεσα στα όσα επισημαίνει:
• Μπορεί οι προστατευόμενες (ηπειρωτικές και θαλάσσιες περιοχές) στην Ευρώπη να έχουν αυξηθεί, ωστόσο περισσότερο από 80% των προστατευόμενων οικοτόπων βρίσκονται σε φτωχή ή κακή κατάσταση και το 60%-70% των εδαφών είναι υποβαθμισμένα.
• Οι υδατικοί πόροι της Ευρώπης βρίσκονται υπό εξαιρετική πίεση. Παρότι η απόληψη νερού από το υπέδαφος έχει μειωθεί, η λειψυδρία επηρεάζει ήδη το 30% της ηπείρου και το 34% του πληθυσμού. Μόλις 37% των υδάτινων σωμάτων (ποτάμια, λίμνες, υπόγεια νερά) έχουν καλή ή υψηλή οικολογική κατάσταση, γεγονός που απειλεί την ανθεκτικότητα της Ευρώπης.
• Οι εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου έχουν μειωθεί κατά 37% σε σχέση με το 1990, ενώ η οικονομία την ίδια περίοδο μεγάλωσε κατά 60%. Ωστόσο η δυνατότητα των φυσικών συστημάτων να απορροφούν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από όσο εκλύουν (carbon sink) έχει μειωθεί κατά 30% την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της γήρανσης των δασών και της αύξησης των δασικών πυρκαγιών.
• Τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν η κύρια πηγή ενέργειας, αντιπροσωπεύοντας το 70% της κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ταυτόχρονα οι ΑΠΕ αντιπροσωπεύουν το 24%, φθάνοντας σε επίπεδα-ρεκόρ.
• Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν προκαλέσει οικονομικές ζημίες 738 δισ. ευρώ στα μέλη της Ε.Ε. από το 1980 έως το 2023, εκ των οποίων τα 162 δισ. ευρώ μόνο την τριετία 2021-2023.
• Η μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία είναι πάρα πολύ αργή (μόλις 11,8% της ζήτησης για υλικά το 2023 καλύπτεται από ανακυκλωμένα υλικά, σε σχέση με 10,7% το 2010).
«Ο σχεδιασμός των προϊόντων στοχεύει στη μαζική κατανάλωση και όχι στην ανακύκλωση ή την επανάχρηση», αναφέρει ο Τομπάιας Λανγκ, μέλος της επιστημονικής ομάδας των συντακτών της έκθεσης. «Η αγορά των δευτερογενών υλικών δεν έχει αναπτυχθεί, καθώς αυτό είναι είτε κοστοβόρο είτε πολύπλοκο. Εξακολουθεί να είναι φθηνότερη η χρήση παρθένων πρώτων υλών. Ειδικά για το πλαστικό, το οποίο είναι προϊόν που προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα, η ανακύκλωση είναι πολύ ενεργοβόρα και στην πραγματικότητα η λύση είναι να μειώσουμε τα πλαστικά».
Η έκθεση επισημαίνει τις προσπάθειες για την αποκατάσταση των οικοτόπων μέσω λύσεων βασισμένων στη φύση, οι οποίες θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και θα συμβάλουν επίσης στις προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν. Τονίζει επίσης την ανάγκη απανθρακοποίησης βασικών οικονομικών τομέων, ιδίως των μεταφορών, και αντιμετώπισης των εκπομπών από τη γεωργία. Η αύξηση της κυκλικότητας έχει τη δυνατότητα να μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ενέργειας και κρίσιμων πρώτων υλών.
«Δεν έχουμε το περιθώριο να περιορίσουμε τις φιλοδοξίες μας για το κλίμα, το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα», αναφέρει η εκτελεστική διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, Λίνα Ιλα-Μονόνεν. «Η έκθεσή μας για την κατάσταση του περιβάλλοντος, η οποία δημιουργήθηκε από κοινού με 38 χώρες, παρουσιάζει με σαφήνεια τις επιστημονικά τεκμηριωμένες γνώσεις και καταδεικνύει γιατί πρέπει να δράσουμε. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουμε τις πολιτικές, τα εργαλεία και τις γνώσεις, καθώς και την πολυετή εμπειρία στη συνεργασία για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας. Ό,τι κάνουμε σήμερα θα διαμορφώσει το μέλλον μας».
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)