«Tο ζήτημα της μετανάστευσης είναι ζήτημα χωρών πρώτης υποδοχής. Τι έρχονται και λένε δηλαδή; Σε εσάς έρχονται, εσείς είστε η πρώτη χώρα που τους δέχεστε, άρα μας είναι αδιάφορο εάν είναι παράνομοι ή δικαιούνται ασύλου, ακόμα και αν δικαιούνται ασύλου κρατήστε τους εσείς. Αυτό βεβαίως δημιουργεί τεράστια πίεση μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα, στη χώρα μας, στην Ιταλία, σε ένα ορισμένο βαθμό, όχι ασήμαντο, στην Ισπανία. Άρα δηλαδή στις χώρες από τις οποίες αποτελούν τις κλασικές πύλες εισόδου», τόνισε ο κ. Βορίδης και πρόσθεσε:
«Οι μεταναστευτικές πιέσεις αυξάνονται. Ήδη είναι αυξημένες και έχουμε μια ανησυχία ότι μπορεί και να αυξηθούν. Θεωρούμε ότι δεν θα πάει τόσο άσχημα, αλλά μπορεί όμως και πρέπει να ετοιμαζόμαστε για αυτό. Τι θα θέσει λοιπόν ο πρωθυπουργός; Δύο πράγματα. Πρώτον, ένα το οποίο δεν ήταν καθόλου αυτονόητο μέχρι χτες και αυτό αφορά το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Ότι υπάρχει ανάγκη αποτελεσματικής φύλαξης των ευρωπαϊκών συνόρων. Το λέω αυτό γιατί υπάρχουν δυνάμεις, οι οποίες έχουν μια πολιτική ανοιχτών συνόρων. Καλοδεχούμενοι όλοι, να μπουν όλοι και να κάνουμε απλώς μια διαχείριση εντάξεως τους. Αυτές οι άλλες δυνάμεις φαίνεται να θεωρούν ως φυσικό τους σύμμαχο τον κύριο Όρμπαν. Αυτό το μπλοκ δυνάμεων εκπροσωπεί ακριβώς την αντίληψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει ένα είδος φυλακής όλων των μεταναστών που έρχονται και που μπαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο, άρα να μένουν στο έδαφός της.
Είναι μια δίκαιη, αυστηρή αλλά ορθολογική μεταναστευτική πολιτική, την οποία υποστηρίζουμε εμείς. Γιατί λέμε: Πρώτον, πράγματι αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων. Άρα τι; Άρα φράχτης και άρα ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών στη θάλασσα και επομένως αποτελεσματική φύλαξη; Τι θέλουμε εδώ; Να μην είναι μόνο ζήτημα εθνικό, αλλά να γίνει και ένα ζήτημα ευρωπαϊκό. Το δεύτερο, το οποίο λέμε, είναι ότι επειδή είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγξεις πλήρως τις μεταναστευτικές ροές, λέμε είναι ότι πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία στην οποία από τη στιγμή που υπάρχει αναγνώριση του προσφυγικού στάτους σε κάποιον, αυτοί δεν μπορεί να μένουν όλοι σε ένα σημείο.
Εκεί είναι που υπάρχει πια η αντίθεση και της Γερμανίας με το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και της Ουγγαρίας, αλλά και της Ολλανδίας. Εδώ λοιπόν υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, διότι δεν είναι μόνο οικονομικό. Επομένως αυτό προϋποθέτει μια άλλη αντίληψη και γι αυτό και λέω ότι η χώρα μας, η κυβέρνησή μας είναι εκείνη που έχει αφενός την πιο ορθολογική και αποτελεσματική πρόταση για τη διαχείριση μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά κακά τα ψέματα και την πρόταση η οποία είναι πιο συμφέρουσα και γι αυτό και διαμορφώνουμε σήμερα συσχετισμούς και μέσα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, προκειμένου να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε συνολικά στην Ευρώπη αυτή την πολιτική. Αυτή τη μάχη δίνει ο πρωθυπουργός. Στεναχωριόμαστε που δεν έχουμε στήριξη από δυνάμεις εδώ στον τόπο μας. Είναι μια προσπάθεια ορθολογιστικής, αυστηρής αλλά δίκαιης διαχείρισης του μεταναστευτικού και γι ααυτό θα έπρεπε να έχει περισσότερους συμμάχους, τουλάχιστον στην Ελλάδα», πρόσθεσε ο υπουργός.
Σε ερώτηση για το γιατί η κυβέρνηση τις τελευταίες ώρες σηκώνει το γάντι και στα κόμματα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και εν προκειμένω στην κα Λατινοπούλου, απάντησε: «Εμείς δεν έχουμε μέτωπο με κανέναν συγκεκριμένα. Έχουμε μέτωπο με θέσεις, οι οποίες εμφανίζονται ως δήθεν πατριωτικές και αποτελεσματικές και στην πραγματικότητα είναι απλώς λαϊκίστικες και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις όπου για να προκριθούν οι πολιτικο-ιδεολογικές συμμαχίες θυσιάζεται το εθνικό συμφέρον».
Ο κ. Βορίδης τόνισε ότι ο πρωθυπουργός παλεύει για να μπορέσει να έχει μια πολιτική αποτελεσματικής διαχείρισης, η οποία θέτει σε ένα ορθολογικό ευρωπαϊκό πλαίσιο τη μετανάστευση, περιοριστικό, αλλά ορθολογικό. «Και ακούμε από την άλλη μεριά ότι ξέρεις, εγώ έχω μια πάρα πολύ ωραία συμμαχία εδώ, η οποία συμμαχία τι σου λέει; Σου λέει κράτα τους όλους κι εσύ να μην έρχονται σε μένα. Σε εσένα μπήκαν, να μείνουν σε εσένα».
Επειδή συζητάμε, δεν συμφωνήσαμε με την Τουρκία
Σε ότι αφορά στην Τουρκία ο κ. Βορίδης δήλωσε ότι υπάρχει ένα γενικότερο πλαίσιο και αυτό το γενικότερο πλαίσιο είναι ο διάλογος. «Δεν ξέρω αν υπάρχουν φωνές οι οποίες λένε ότι δεν πρέπει να συζητάμε καθόλου με την Τουρκία. Αν υπάρχουν τέτοιες φωνές, ας σηκώσει κάποιος το χέρι του να το πει. Διότι εμείς εκείνο το οποίο λέμε είναι ότι δεν σημαίνει ότι επειδή συζητάμε, συμφωνήσαμε.
Δεύτερον, υπάρχουν ορισμένα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα στο διάλογο, απτά. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή, ο μεγαλύτερος όγκος των μεταναστευτικών ροών προέρχεται κυρίως από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, με κύριες πύλες εισόδου, αν θέλετε την Κρήτη ή και ορισμένα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, αλλά όχι από την Τουρκία, το γεγονός δηλαδή ότι η Τουρκία έχει αυτή τη στιγμή κλείσει τα σύνορά της και έχει περιορίσει σημαντικά τις μεταναστευτικές ροές, είναι αποτέλεσμα του διαλόγου.
Το γεγονός ότι, παραδείγματος χάρη, δεν έχουμε πια παραβιάσεις του εναέριου μας χώρου είναι αποτέλεσμα του διαλόγου. Άρα υπάρχουν συγκεκριμένα πρακτικά στοιχεία του διαλόγου. Υπάρχουν θετικά και στη λεγόμενη soft ατζέντα, δηλαδή το γεγονός ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά οι τουριστικές ροές και η επικοινωνία στα νησιά είναι σημαντικό για τους νησιώτες μας αλλά και για την εθνική οικονομία. Επομένως εδώ υπάρχουν ορισμένα θετικά, τα οποία είναι συγκεκριμένα και απτά από τον διάλογο».
Ο υπουργός σημείωσε: «Δεν έχει μετακινηθεί στο παραμικρό η εθνική μας θέση στα βασικά ζητήματα, στο τι αποτελεί τη μία διαφορά που έχουμε να συζητήσουμε με την Τουρκία. Σε όλα τα υπόλοιπα ο καθένας διατηρεί τις θέσεις του».
Ο κ. Βορίδης τόνισε ότι το να ανοίξει το Κυπριακό έχει προϋποθέσεις. «Δεν είναι αυτοσκοπός. Να ανοίξει σημαίνει ότι βλέπουμε έναν ελάχιστο κοινό τόπο που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε περαιτέρω. Εάν τέτοιος κοινός τόπος δεν υπάρχει, δεν θα ανοίξει τίποτα. Άρα τι κάνεις; Κάνεις μια συζήτηση του λες “ρε παιδί μου, εμείς έχουμε αυτές τις αρχές που είναι αρχές του ΟΗΕ για να πάμε σε επίλυση του Κυπριακού, Αυτές τις αρχές του ΟΗΕ τις δέχεσαι;” Σου λέει όχι, δεν τις δέχομαι γιατί θέλω κάτι άλλο. Ωραία, τελείωσε η συζήτηση. Σε αυτό δεν υπάρχει κοινός τόπος».
Το ΠΑΣΟΚ ξεκινάει νέα ζωή
Για την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη και την συνάντηση που αναμένεται με τον πρωθυπουργό, ο κ. Βορίδης τόνισε: «Θα γίνει αν και δεν θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να αποτελεί και καμία συγκλονιστική είδηση το ότι οι πολιτικοί αρχηγοί συναντώνται και ανταλλάσσουν απόψεις. Δεν το θεωρώ και κάτι φοβερό.
Η κυβέρνηση πάντοτε έχει την υποχρέωση και εκ του Συντάγματος, αλλά και γιατί έτσι είναι σωστό να φέρεται θεσμικά. Τι σημαίνει αυτό; Ούτε προκρίνουμε κάποιον για συνομιλητή μας, ούτε απαξιώνουμε κανέναν. Απλώς υπάρχει μια πραγματικότητα, ότι η εσωτερική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ τελείωσε με την επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη, επομένως, το ΠΑΣΟΚ ως τρίτη πολιτική δύναμη, έτσι όπως κατεγράφη στις τελευταίες εκλογές και έτσι όπως απεικονίζεται στο Κοινοβούλιο αυτή τη στιγμή, έχει τον αρχηγό του, την επανεκλογή του αρχηγού τους, του κ. Ανδρουλάκη και επομένως ξεκινάει μια πολιτική ζωή με έναν αρχηγό που έχει επανεκλεγεί και έχει κλείσει η εσωτερική διαδικασία.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ
Από την άλλη μεριά, στον ΣΥΡΙΖΑ που είναι αξιωματική αντιπολίτευση αυτή τη στιγμή, εξακολουθεί να υπάρχει μια κατάσταση ας το πω μεταβατικών προέδρων, το θεσμικό κύρος της συγκεκριμένης ηγεσίας είναι απομειωμένο κατά το γεγονός ότι υπάρχει σε εξέλιξη αυτή η εκκρεμότητα.
Μόλις τακτοποιηθεί αυτή η εκκρεμότητα, προφανώς και η αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι περαιτέρω νομιμοποιημένη. Άρα το κάλεσμα γίνεται μόνο μέσα και αυστηρά μέσα στο θεσμικό πλαίσιο. Εμείς δεν έχουμε οποιαδήποτε “προτίμηση” ή οποιαδήποτε παρέμβαση στα εσωκομματικές διαδικασίες των άλλων κομμάτων».
Σε ερώτηση πώς βλέπει την επανεκλογή Ανδρουλάκη απάντησε: «Νομίζω ενεκρίθησαν τα πεπραγμένα του κυρίου Ανδρουλάκη και φαντάζομαι ο κύριος Ανδρουλάκης, αφού έχει και έγκριση των πεπραγμένων του, θα συνεχίσει να ασκεί την αντιπολίτευση με τον τρόπο που την ασκεί μέχρι τώρα.
Το μόνο το οποίο υπάρχει πλέον ως ένα ζήτημα, το οποίο θα πρέπει κάπως να αναδειχθεί και με το οποίο το ΠΑΣΟΚ θα αναμετρηθεί και θα αναμετρηθεί σύντομα: Το ύφος το αντιπολιτευτικό είναι επιλογή του καθενός και δικαίωμά του. Η στάση του πάνω σε μείζονες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης προφανώς αξιολογείται. Υπάρχει ένα τρίτο ζήτημα, το οποίο είναι πιο απαιτητικό και αυτό είναι ότι για ορισμένες αποφάσεις ο κανονισμός της Βουλής και το Σύνταγμά μας απαιτεί αυξημένες πλειοψηφίες και άρα κάποιου είδους συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων.
Να πω ένα παράδειγμα: Το να διορίσουμε μέλη των Ανεξαρτήτων προέδρους και μέλη των ανεξαρτήτων αρχών, αυτό απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία κατά το Σύνταγμά μας. Εδώ θα φανεί ποιος είναι εποικοδομητικός, ποιος είναι παραγωγικός, ποιος εκτελεί την συνταγματική του υποχρέωση ώστε να βρίσκει κοινούς τόπους για να μπορέσουν να λειτουργούν αποτελεσματικά οι ανεξάρτητες αρχές και ποιος θυσιάζει τα πάντα στο βωμό μιας, ας το πω δομικής αντιπολίτευσης, η οποία θέλει να ισοπεδώσει τα πάντα και μπαίνει στη λογική του όχι σε όλα».