Στον κόσμο των φθηνών drones, η Skydio ήταν η μεγάλη αμερικανική ελπίδα. Οι αυτόνομες ιπτάμενες μηχανές της προσέφεραν στον στρατό και στην αστυνομία των ΗΠΑ εναλλακτική λύση έναντι των Κινέζων κατασκευαστών και, μάλιστα, απαλλαγμένη από τις ανησυχίες για την ασφάλεια λόγω της εξάρτησης από τις κινεζικές αλυσίδες εφοδιασμού. Ωστόσο τα τρωτά σημεία της Skydio ήρθαν στο επίκεντρο λίγες μέρες προ των προεδρικών εκλογών, όταν οι κινεζικές αρχές επέβαλαν κυρώσεις και διέκοψαν την πρόσβαση της εταιρείας σε βασικές προμήθειες μπαταριών. Η εταιρεία, η μεγαλύτερη κατασκευάστρια drones για τον αμερικανικό στρατό, μέσα στη νύχτα προσπαθούσε να βρει άλλες πηγές. Οι παραδόσεις της, ως αποτέλεσμα, καθυστέρησαν προς τους πελάτες της, στους οποίους περιλαμβάνεται ο στρατός των ΗΠΑ. Πίσω από την κίνηση αυτή κρυβόταν ένα μήνυμα από τους ηγέτες της Κίνας προς τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα κέρδιζε τις εκλογές, υποσχόμενος νέες κυρώσεις και δασμούς στην Κίνα: «Χτυπήστε μας και θα αντεπιτεθούμε σκληρότερα». Στην πρώτη θητεία Τραμπ η κινεζική κυβέρνηση έλαβε ως επί το πλείστον συμβολικά και ισοδύναμα μέτρα μετά τους δασμούς και τους εμπορικούς περιορισμούς των ΗΠΑ. Αυτή τη φορά ετοιμάζεται να κλιμακώσει τις απαντήσεις της, όπως λένε οι ειδικοί, στρεφόμενη προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις με επιθετικά και στοχευμένα αντίμετρα.
Από το 2019 η Κίνα έχει καταρτίσει «κατάλογο αναξιόπιστων φορέων», για να τιμωρήσει εταιρείες που υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα, εισήγαγε κανόνες για την τιμωρία όσων συμμορφώνονται με τους περιορισμούς των ΗΠΑ για κινεζικές εταιρείες και επέκτεινε τους νόμους ελέγχου εξαγωγών. Η ευρύτερη εμβέλεια αυτών των νόμων επιτρέπει στο Πεκίνο να περιστείλει δυνητικά την παγκόσμια πρόσβαση σε κρίσιμα υλικά όπως σπάνιες γαίες και λίθιο, αναγκαία για την κατασκευή έξυπνων κινητών τηλεφώνων έως ηλεκτρικών οχημάτων. Τα νέα εργαλεία αποτελούν μέρος αυτού που ένα δημοσίευμα του Κομμουνιστικού Κόμματος περιέγραψε ως μια προσπάθεια «παροχής νομικής υποστήριξης για την αντιμετώπιση του ηγεμονισμού και των πολιτικών εξουσίας και τη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας και του λαού». Συλλογικά, η στρατηγική σηματοδοτεί μια υπολογισμένη στροφή για την αντιμετώπιση των αναμενόμενων πολιτικών Τραμπ, αφ’ ης στιγμής αναλάβει καθήκοντα τον Ιανουάριο. Πάντως, οι επιπτώσεις της τακτικής αυτής από το Πεκίνο θα μπορούσαν να διαταράξουν σημαντικά τις λειτουργίες των αμερικανικών εταιρειών. Αυτό αυξάνει τα διακυβεύματα για τις ίδιες και την οικονομία, εφόσον η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ προετοιμάζει την πρώτη επίθεση σε κάτι που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν πιο αδίστακτο δεύτερο γύρο εμπορικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών.
Αλλωστε, ο νυν πρόεδρος Μπάιντεν συνέχισε σε μεγάλο βαθμό τις συγκρουσιακές πολιτικές της πρώτης θητείας Τραμπ, τιμωρώντας ορισμένες κινεζικές εταιρείες με κυρώσεις και περιορίζοντας άλλες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προ ημερών η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την απαγόρευση πρόσβασης σε 29 κινεζικές εταιρείες λόγω διασυνδέσεων με καταναγκαστική εργασία στη δυτική επαρχία Σιντζιάνγκ της χώρας. Τη Δευτέρα ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε παραπέρα, δηλώνοντας ότι θα επιβάλει επιπλέον δασμούς 10% σε όλα τα κινεζικά προϊόντα. Τον Σεπτέμβριο, η Κίνα κατηγόρησε την PVH, την ιδιοκτήτρια των εμπορικών σημάτων Calvin Klein και Tommy Hilfiger, για «διακρίσεις» εις βάρος προϊόντων από τη Σιντζιάνγκ και ξεκίνησε έρευνα στο πλαίσιο της λίστας αναξιόπιστων οντοτήτων. Ηταν η πρώτη φορά που το Πεκίνο τιμώρησε μια ξένη εταιρεία, επειδή αφαίρεσε το βαμβάκι της Σιντζιάνγκ από την αλυσίδα εφοδιασμού της για να συμμορφωθεί προς τους εμπορικούς κανόνες των ΗΠΑ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μια δεξαμενή σκέψης με δεσμούς με τις κινεζικές αρχές ρύθμισης του Διαδικτύου ζήτησε να επανεξεταστεί η Intel, η αμερικανική εταιρεία ημιαγωγών, για την πώληση προϊόντων που «βλάπτουν συνεχώς» την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας. Η τελευταία εταιρεία που υποβλήθηκε σε έλεγχο κυβερνοασφάλειας, η αμερικανική εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών Micron, τελικά αποκόπηκε από τη διάθεσή τους σε σημαντικό μέρος της κινεζικής αγοράς.
Οι κινεζικοί κανόνες αφήνουν τόσο την PVH όσο και την Intel εγκλωβισμένες ανάμεσα στα πυρά μεταξύ των δύο παγκόσμιων υπερδυνάμεων. Αλλες εταιρείες ενδέχεται σύντομα να βρεθούν σε παρόμοια θέση. Το αίνιγμα για τις επιχειρήσεις συνίσταται στο εάν και πώς θα ακολουθήσουν τους εμπορικούς περιορισμούς των ΗΠΑ, όταν κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κυρώσεις από την Κίνα. Κατά τους ειδικούς, ο εξαναγκασμός των εταιρειών να αμφισβητήσουν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές μπορεί να είναι η πρόθεση της Κίνας. Ταυτόχρονα, οι Κινέζοι αξιωματούχοι πρέπει να επιτύχουν μια ισορροπία στις τιμωρίες τους. Εάν προχωρήσουν πολύ μακριά στην επιβολή κυρώσεων σε ξένες εταιρείες, θα μπορούσαν να τρομάξουν τους επενδυτές, όταν εκείνοι ανησυχούν για την οικονομία της χώρας. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κινεζικές εταιρείες εξακολουθούν να χρειάζονται ό,τι προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων ημιαγωγών για ηλεκτρονικές συσκευές ή σόγιας, με την οποία οι Κινέζοι αγρότες ταΐζουν τα βοοειδή τους.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)